You are currently viewing 2011 | Αποστολή στην Καππαδοκία
Καππαδοκία - Η εντυπωσιακή θέα από ψηλά

2011 | Αποστολή στην Καππαδοκία

Αποστολή στους δρόμους της Ανατολής

(22-30 Ιουνίου 2011)

Οδοιπορικό στην Καππαδοκία και στον Εύξεινο Πόντο

Καππαδοκία-Σαμψούντα-Τραπεζούντα- Παναγία Σουμελά

Ένα ταξίδι στις αλησμόνητες πατρίδες της Καππαδοκίας και του Εύξεινου Πόντου. Συμμετείχαν 100 άτομα.

 

Ένα ταξίδι στις αλησμόνητες πατρίδες της Καππαδοκίας και του Εύξεινου Πόντου δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί μία συναρπαστική πορεία. Είναι το συνταίριασμα της ανατολίτικης αύρας, της ελληνικής παράδοσης, των έντονων ιστορικών βιωμάτων της φυλή μας και της ορθοδοξίας που αφήνει παντού ανεξίτηλη τη μαρτυρία της στους αγαπημένους τούτους τόπους.

Την μακρόχρονη επιθυμία μου για την επίσκεψη-προσκύνημα στα μέρη αυτά πραγματοποίησε το Κέντρο Οικουμενικού Ελληνισμού με το οδοιπορικό που διοργάνωσε 22-30 Ιουνίου 2011 στην Καππαδοκία και τον Εύξεινο Πόντο.

Το ταξίδι ξεκινά με μία αναπάντεχη για την εποχή εικόνα. Με την άφιξή μας στο αεροδρόμιο της Καισάρειας (Κayseri) αντικρίζουμε ένα χιονισμένο βουνό. Οι ξεναγοί μας, ο Εκρέμ (καταγόμενος από τα Πομακοχώρια της Ξάνθης) και η Σοφία (από τους εναπομείναντες  Έλληνες της Πόλης) δεν αργούν να μας εξηγήσουν ότι το Αργαίο όρος, που υψωνόταν μπροστά μας, είναι ένα ηφαίστειο, πάντα χιονισμένο, που μαζί με το άλλο ηφαίστειο, Χασάν, ευθύνονται για τη διαμόρφωση του τοπίου σε ολόκληρη την Καππαδοκία.

Ανατρέχοντας για πληροφορίες περί Καππαδοκίας πληροφορούμαστε ότι υπάρχουν πολλές απόψεις όσον αφορά στην ετυμολογία του ονόματος (Kapadokya), με επικρατέστερη ότι το ελληνικό όνομα έχει τις ρίζες του στο Περσικό Κατπατούκα δηλ. “η χώρα των όμορφων αλόγων”. Μάλιστα στην περιήγησή μας συναντήσαμε διάσπαρτα αγάλματα αλόγων που συνηγορούν υπέρ της συγκεκριμένης άποψης.

Η Καππαδοκία είναι μία από τις μεγαλύτερες περιοχές της ανατολικής Μικράς Ασίας και ο πρώτος εκ των ιστορικών που την μνημονεύει είναι ο Ηρόδοτος. Οι κάτοικοί της, οι Καππαδόκες, πρέπει να εγκαταστάθηκαν μετά το 1600 π.Χ., εκεί που βρισκόταν πριν το κράτος των Χετταίων, με πρωτεύουσα τη Χαττούσα (όπου βρέθηκαν και τα περισσότερα μνημεία). Ακολούθησε η υποταγή τους σε Πέρσες, Μακεδόνες, Ρωμαίους. Ο Μέγας Αλέξανδρος σεβάστηκε την αυτονομία της Καππαδοκίας και τη διατήρησε μέχρι το θάνατό του, οπότε την κατέλαβαν οι διάδοχοί του και την έδωσαν στον Ευμένη (322 π.Χ.). Το 315 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, όμως, μετά τη μάχη στην Ιψό υπήχθη στο κράτος των Σελευκιδών. Πολύ γρήγορα ανέκτησε την αυτονομία της. Αργότερα ο Μιθριδάτης Στ’ ο Ευπάτωρ συγκρούστηκε με τη Ρώμη, με την οποία διεξήγαγε τρεις πολέμους (Μιθριδατικοί πόλεμοι). Οι Ρωμαίοι κατέλυσαν τότε το Καππαδοκικό κράτος μεταβάλλοντάς το σε ρωμαϊκή επαρχία. Ο Μάρκος Αντώνιος έδωσε το θρόνο στον Καππαδόκη Αρχέλαο, λόγιο και συγγραφέα.

Τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ο εξελληνισμός της περιοχής αυτής είναι πλήρης. Έτσι δημιουργούνται εδώ αξιόλογα κέντρα του χριστιανισμού όπως η Καισάρεια, η πρώτη σε ιεραρχία και κύρος Μητρόπολη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Πόλεις ονομαστές αυτή τη περίοδο είναι οι: Αριαθάμια (στον ποταμό Σάρο), Τάβια (σημ. Γκιοζγκάτ), Νύσσα, Μωκισσός (στον ποταμό Άλυ), Αραβισσός, Κολώνεια, Ηράκλεια και Ναζιανζός. Τον 3ο-5ο αι. ακμάζουν η παιδεία και η φιλολογία. Στην αγιοτόκο Καππαδοκία διακρίνονται οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας Φερμελιανός ο Καισαρείας, Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας, Λεόντιος και Ευσέβιος οι Καισαρείας, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός και Γρηγόριος Νύσσης (αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου). Η δύναμη και η επιβολή που διέθεταν οι Μητροπολίτες της Καισαρείας ήταν τόση που πρωτοστατούσαν σε κάθε πολιτική και θρησκευτική κίνηση. Σκοπός του κάθε Μητροπολίτη ήταν η προαγωγή των γραμμάτων και των ευαγών ιδρυμάτων με συνέπεια όλη η Καππαδοκία να γίνει γρήγορα κέντρο κάθε θρησκευτικής και εκπαιδευτικής δράσης, διατηρούμενο για αιώνες. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου η Καππαδοκία ενώθηκε με τον Πόντο και αποτέλεσε μικρό κράτος. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διαπιστώνοντας τη στρατηγική θέση και σπουδαιότητα της χώρας για την προάσπιση της αυτοκρατορίας, την έκαναν μεγάλο στρατιωτικό κέντρο. Επίσης, στην Καππαδοκία συγκέντρωσε το στρατό του ο Ιουστινιανός κατά των Περσών και ο Ηράκλειος, όταν νίκησε τον Χοσρόη Β’ (623). Τελικά, όμως, υπέκυψε κάτω από το βάρος των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων των Αράβων. Η Καππαδοκία ανακαταλήφθηκε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία τον 10 αι.

Στα τέλη του 11ου αι. την Καππαδοκία υπέταξαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι και τον 13ο αι. περιήλθε στους Οθωμανούς Τούρκους. Μετά την κατάληψη από τους Οθωμανούς και επειδή η χώρα δεν ήταν και τόσο εύφορη, άρχισε η μετανάστευση των χριστιανών με τρεις κυρίως διεξόδους:  προς τη Μερσίνη κι από κει στην Αλεξάνδρεια, προς την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και προς Αμισό. Με το χρόνο και με την ανάπτυξη της συγκοινωνίας στη Μικρά Ασία άρχισε να δημιουργείται σειρά ακμαζουσών παροικιών κατά μήκος των παραπάνω οδών, από τις οποίες προήλθαν μεγαλέμποροι, τραπεζίτες, ακόμη και κυβερνητικοί υπάλληλοι, οι γνωστοί Καϊσερλήδες. Τον 19ο αιώνα άρχισε νέα ακμή του ελληνοχριστιανικού στοιχείου και των ελληνικών γραμμάτων στην Καππαδοκία.

Στο ταξίδι μας λοιπόν, στην Καισάρεια, την πόλη του Αγίου Βασιλείου, εντυπωσιαστήκαμε από το επιβλητικό Βυζαντινό κάστρο (Ic Kale) του Ιουστινιανού. Αναζητώντας δε τα ίχνη της περίφημης «Βασιλειάδας», της φιλανθρωπικής αυτής πολιτείας που ίδρυσε ο Μέγας άγιος της εκκλησίας μας Βασίλειος, Επίσκοπος Καισαρείας, μας υπεδείχθη μία περιοχή σε ύψωμα πολύ κοντά στην πόλη, της οποίας ίχνη δεν διασώζονται σήμερα. Στην αγορά της Καισάρειας (αποτελείται από κλειστό και ανοιχτό τμήμα) μας οδήγησε αναπόφευκτα η όσφρησή μας, αφού οι μυρωδιές από το τσιμένι και τον παστουρμά ήταν ιδιαίτερα έντονες. Στην περιήγησή μας συναντήσαμε και την πρώτη ορθόδοξη εκκλησία του ταξιδιού μας, τον Άγιο Νικόλαο. Ο σταυρός του τρούλου έλειπε και η σημερινή της χρήση είναι  … γυμναστήριο! Γεμάτοι από τις εικόνες της πρώτης ημέρας πήραμε το δρόμο για το Προκόπι (Ugrup) -Άγιο Προκόπιο, όπως μνημονεύεται στους επισκοπικούς καταλόγους του Λέοντος Σοφού- όπου θα κάναμε και την πρώτη μας διανυκτέρευση.

Κατά τη διάρκεια της περιήγησής μας, τη δεύτερη μέρα της εκδρομής, διαπιστώσαμε ότι ολόκληρη η Καππαδοκία είναι ένα ατέλειωτο μουσείο φυσικών γλυπτών από λάβα. Δημιουργός η φύση: οι ηφαιστειογενείς λόφοι, τα πετρώματα που προέκυψαν και κυρίως ο μαλακός πωρόλιθος, οι διαβρώσεις από τις σκληρές καιρικές συνθήκες στο οροπέδιο και η ανυπαρξία ξυλείας. Αρωγός ο άνθρωπος:  με εργαλεία τα σκληρότερα ηφαιστειακά πετρώματα, με τέχνη και μεράκι οδηγήθηκε να σκάψει σπηλιές-τρώγλες για κατοικία και προστασία. Προστασία από τους κάθε φυλής επιδρομείς που στο διάβα των αιώνων διέσχιζαν και λεηλατούσαν τη Μικρά Ασία.

Μερικοί από εμάς απόλαυσαν την συναρπαστική εμπειρία της ανατολής του ηλίου, πετώντας με αερόστατα πάνω από τους ηφαιστειογενείς αυτούς σχηματισμούς.

Η επίσκεψή μας στο Κόραμα (Goreme) μας άφησε άφωνους, αφού βρεθήκαμε μπροστά σε μία μεγάλη μοναστική πολιτεία λαξευμένων στους βράχους εκκλησιών. Ο Στ. Ζουμπουλάκης, Δ/ντης του περιοδικού Νέα Εστία, σε ομιλία του στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (21-6-2006), μας ενημερώνει ότι «…ένας από τους θησαυρούς αυτού του τόπου (της Καππαδοκίας)¸ ο πολυτιμότερος¸ είναι οι πάνω από διακόσιες ιστορημένες εκκλησίες -έρχονται διαρκώς στο φως και άλλες- που, μοιρασμένες σε τρεις κυρίες μεγάλες ομάδες,  κατανέμονται γεωγραφικά ως εξής: α. κοιλάδα των Κοράμων (Goreme), β. κοιλάδα του Σογανλί και γ. φαράγγι του Περιστρέμματος (Ihlara)». Διασχίζοντας την Κοιλάδα του Κοράματος  βρεθήκαμε μπροστά σε δεκάδες βυζαντινές εκκλησίες, παρεκκλήσια και μοναστήρια που συγκέντρωσαν πιστούς έως και τον 13ο περίπου αιώνα.  Η ύπαρξη χώρων συνεστιάσεων σε πολλά απ’ αυτά μαρτυρεί την απαρχή του οργανωμένου μοναστικού βίου. Ο Ζ. Λορεντζάτος προλογίζοντας το βιβλίο του Γ. Σεφέρη «Τρεις μέρες στα Μοναστήρια της Καππαδοκίας» γράφει: «Σχεδόν παντού στους τοίχους των πετροκομμένων μοναστηριών, η επίκληση “Κύριε βοήθει!”. Τα χρόνια του Αϊ-Βασίλη πέφτουν στον 4ο αιώνα μ.Χ. και οι επιδρομές συνεχίζονται πολλούς αιώνες αργότερα. Σε δύσκολες ώρες οι καλόγεροι φράζουν τις πόρτες των μοναστηριών με ασήκωτα μυλολίθαρα. Κύματα κύματα πέφτουν, από παντού, απάνω στην Καππαδοκία οι άγριοι και αρπαχτικοί καταχτητές με όλα τα μέσα εκείνης της εποχής… και οι πιστοί δεν έχουν που να καταφύγουν παρά μονάχα εν σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Μόλις πάει να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, προβαίνει στον ορίζονται και άλλο ασκέρι. Και άλλο. Και άλλο…».

Επισκεφθήκαμε κάποιες από τις εκκλησίες αυτές, στις οποίες δόθηκαν ασυνήθιστες, θα λέγαμε, ονομασίες. Ο Εκρέμ, ο συνοδός μας, μας ενημέρωσε ότι η εκκλησία που είχε σε αγιογραφία τον Αρχάγγελο Μιχαήλ κρατώντας τον κόσμο, ονομάστηκε «Εκκλησία της Μηλιάς», επειδή θεωρήθηκε ότι η εικονιζόμενη σφαίρα (κόσμος) ήταν μήλο. Κατ΄ αντίστοιχο τρόπο πήραν την ονομασία τους οι Εκκλησίες «του φιδιού», «των Σανδάλων», «των Στεφάνων», «των Σπαθιών». Διασώζονται σε πολύ καλή κατάσταση τοιχογραφίες-νωπογραφίες, που σ’ αυτές ιστορούνται όλοι οι γνωστοί αγιογραφικοί “κύκλοι”, δηλαδή γεγονότα της ζωής του Χριστού, της Παναγίας και πολλών αγίων. Εντύπωση μας έκανε η «Σκοτεινή Εκκλησία», της οποίας οι αγιογραφίες είναι καλύτερα διατηρημένες, έχοντας ένα ιδιαίτερα έντονο μπλε χρώμα, με ποικιλία παραστάσεων. Μετά από νίκη του επί των Αράβων ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς έκτισε εκκλησία, την οποία επισκεφθήκαμε, επίσης λαξευτή.

Συνεχίζοντας την πορεία μας διασχίσαμε τον Άλυ, τον μεγαλύτερο σε μήκος, ποταμό της Μικράς Ασίας και δραττόμενος της ευκαιρίας ο Εκρέμ μας θύμισε την τόσο διδακτική ιστορία του Κροίσου και του Σόλωνα που σχετίζεται με την περιοχή. Στις όχθες του ποταμού Άλυ βρίσκεται μία όμορφη βυζαντινή πόλη, η Άβανος, η οποία φημίζεται για την αγγειοπλαστική της. είδαμε το σχετικό μνημείο του αγγειοπλάστη.

Στον δρόμο μας αντικρίσαμε το εντυπωσιακό Ούτσχισαρ (Uchisar), τον πελώριο βράχο που από μακριά έμοιαζε με κυψέλη με τις πάμπολλες λαξεμένες πάνω του σπηλιές-κατοικίες. Ξεκλέψαμε λίγο χρόνο θαυμάζοντας το τοπίο και βγάζοντας αναμνηστικές φωτογραφίες.

Η περιοδεία μας, την ίδια ημέρα, τελείωσε με την επίσκεψή μας στην πόλη Σινασσό (Mustafapasa), αρχαία βυζαντινή κωμόπολη, που φέρει εμφανή σημάδια ελληνικότητας και Ορθοδοξίας. Πολλά αρχοντικά με ελληνικές επιγραφές και δύο καλοδιατηρημένες εκκλησίες (Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και Μεγάλου Βασιλείου) φανερώνουν τον ακμάζοντα ελληνισμό της πόλεως. Περάσαμε από τον Ναό των Αγ. Κων/νου και Ελένης, που ήταν και μητροπολιτικός, μια τρίκλιτη βασιλική χτισμένη σύμφωνα με την επιγραφή της το  1729 με πολλά διακοσμητικά στοιχεία στον εσωτερικό και εξωτερικό της χώρο. Απέναντι από την εκκλησία διασώζεται, όχι σε καλή κατάσταση, το σπίτι του ιερέα, στην πρόσοψη του οποίου (όπως και σε πολλά άλλα ελληνικά σπίτια) υπήρχαν σκαλισμένα βυζαντινά σχήματα γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα. Επισκεφθήκαμε ένα ελληνικό αρχοντικό, που ο σημερινός του ιδιοκτήτης έχει μετατρέψει σε ξενοδοχείο και εστιατόριο, ανεβήκαμε στα δωμάτια με τους σοφράδες, τους όμορφους πίνακες, τα πολύχρωμα ταβάνια και βγαίνοντας έξω στην αυλή, στο πλατύσκαλο, αντικρίζοντας γύρω μας ελληνικά σπίτια, ξύπνησαν οι εικόνες από το παρελθόν. Πως θα ήταν η ζωή όταν όλα τα αρχοντικά αυτά βρίσκονταν στην ακμή τους! Μπερδευόταν, θαρρείς, στη σκέψη μας η μυρωδιά απ΄ τα ζουμπούλια στις γλάστρες με αυτή της μικρασιάτικης ελληνικής κουζίνας και τις παστρικές καλοσιδερωμένες ασπροκέντητες κουρτίνες στα παράθυρα! Πόσες ιστορίες δεν έχουμε ακούσει, πόσα δεν έχουμε διαβάσει, άραγε, για την νοικοκυροσύνη και την αξιοσύνη της μικρασιάτισσας γυναίκας!

Η τρίτη ημέρα του ταξιδιού ήταν εξίσου εντυπωσιακή. Περνώντας από την Νεάπολη (Nevsehir), την πρωτεύουσα της Καππαδοκίας, ενημερωθήκαμε για την ύπαρξη ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στον οποίο λειτουργούσαν φυλακές (!) από το 1924 έως το 1982, όταν χτίστηκε κτήριο φυλακών στην περιοχή. Περάσαμε από την πόλη Κόρα (Gore), την οποία δεν κατοίκησαν ποτέ τούρκοι, επειδή την θεώρησαν στοιχειωμένη πόλη-φάντασμα, λόγω της βιαίας εγκατάλειψής της από τους έλληνες κατοίκους της.

Η πορεία μας συνεχίστηκε προς την Μαλακοπή. Από την ετυμολογία της λέξης φθάνουμε σε ασφαλή συμπεράσματα που την αφορούν. Μάλα+κόπος δηλαδή πολύς κόπος. Πράγματι, λόγω των συχνών επιδρομών, προέκυψε η ανάγκη κάτω από κάθε σπίτι να γίνει ένα άλλο, υπόγειο, ώστε να μπορεί να παραμείνει με ασφάλεια η οικογένεια μέχρι να παρέλθει ο κίνδυνος. Με τον καιρό και επειδή η παραμονή στους υπόγειους αυτούς χώρους διαρκούσε αρκετά, τα υπόγεια σπίτια ενώθηκαν μεταξύ τους με διαδρόμους, έχοντας ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν υπόγειες πόλεις. Μάθαμε ότι στην περιοχή της Καππαδοκίας έχουν βρεθεί 36 υπόγειες πόλεις, που θεωρούνται κατασκευαστικά θαύματα. Μερικές έχουν μέχρι και 8 ορόφους που δημιουργήθηκαν προοδευτικά. Είδαμε το σημείο εκείνο της γης απ΄ όπου ξεκινούσε ο κεντρικός αεραγωγός, ο οποίος έφτανε κάθετα μέχρι και τον τελευταίο όροφο. οριζοντίως επικοινωνούσε με κάθε όροφο χωριστά, με τέτοιο τρόπο, ώστε μπορούσε να εξασφαλιστεί οξυγόνο σε κάθε χώρο. Επομένως, οι κάτοικοι ήταν ασφαλείς στις υπόγειες πόλεις για όσο καιρό διαρκούσαν οι επιδρομές. Η θερμοκρασία είναι σταθερή χειμώνα-καλοκαίρι. Πολλοί από εμάς κατέβηκαν έως τα 30μ. κάτω από τη γη, ενώ οι πιο θαρραλέοι επιχείρησαν την κάθοδο στα 80μ. Σε κάθε περίπτωση ήταν μία ξεχωριστή εμπειρία. Κατεβαίνοντας στον πρώτο όροφο βρεθήκαμε μπροστά σε στάβλους ζώων, που εύλογα υπήρχαν στο πρώτο επίπεδο, αν αναλογιστεί κανείς τη δυσκολία των κινήσεων των μεγάλων κατοικίδιων ζώων και επιπλέον τη δυσωδία από τις ακαθαρσίες τους. Στους πιο κάτω ορόφους, εκτός από τις κατοικίες της κάθε οικογένειας βρεθήκαμε μπροστά σε χώρους όπου λειτουργούσε πηγάδι, αίθουσα συγκεντρώσεων, εκκλησία ακόμα και νεκροταφείο.

Πριν αφήσουμε την Μαλακοπή μας δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθούμε το ναό των Αγίων Θεοδώρων. Εξωτερικά μας εντυπωσίασε το μέγεθός του, η αρμενική επιρροή στην τεχνοτροπία,  καθώς και η περίτεχνη ανάγλυφη άμπελος στην κεντρική είσοδο. Εισερχόμενοι, με απογοήτευση βιώσαμε την εγκατάλειψη: πουλιά πετούσαν από πάνω μας, χαλασμένοι ξύλινοι τοίχοι και πατώματα έτριζαν στο γυναικωνίτη, ξεθωριασμένες εικόνες με κατεστραμμένα τα μάτια των προσώπων και τριγύρω σκουπίδια. Δύο αγιογραφίες σε καλύτερη κατάσταση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου καθώς και η επιβλητική μορφή του Παντοκράτορα στον τρούλο, απάλυναν για λίγο τα άσχημα συναισθήματά μας.

Το ταξίδι συνεχίστηκε περνώντας από την Ανακού (Kaymakli), τόπο καταγωγής μιας συνταξιδιώτισσας, η οποία παρέμεινε για το υπόλοιπο της μέρας εκεί, αναζητώντας το σπίτι των προγόνων της. Τα μόνα της εφόδια ήταν μία παλιά φωτογραφία και κάποιες πληροφορίες της γιαγιάς της, που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Πρέπει εδώ να αναφέρω ότι μεταξύ μας ήταν αρκετοί αυτοί που αναζητούσαν τις ρίζες τους στην Καππαδοκία ή στον Πόντο, ακολουθώντας αυτό το ταξίδι όχι για λόγους αναψυχής, αλλά κυρίως για να πραγματοποιήσουν ένα προσκύνημα-υπόσχεση στους τόπους των προγόνων τους, μια εκπλήρωση της οφειλόμενης τιμής εκ μέρους της νεότερης γενεάς προς τους προπάτορες. Ευχαριστούμε τους συνταξιδιώτες μας αυτούς, γιατί μας επέτρεψαν, έστω και για λίγο, να μοιραστούμε τις συγκινήσεις και τις εμπειρίες τους.

Σειρά είχε στο πρόγραμμα της τρίτης ημέρας η περιήγηση στο Φαράγγι του Περιστρέμματος (Ihlara Vadisi) με τις δεκάδες εκκλησίες και την πανέμορφη φύση. Κατεβήκαμε τα 380 σκαλιά που οδηγούσαν στο φαράγγι, περπατήσαμε κατά μήκος του Μελέντη ποταμού και προσκυνήσαμε στο ασκηταριό του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και στα άλλα υπόσκαφα εκκλησάκια που υπήρχαν εκεί.

Η ξενάγηση της τρίτης ημέρας ολοκληρώθηκε με την επίσκεψή μας σε μία άλλη, υπέροχη, ελληνική πόλη την Καρβάλη (Guzelyurt), η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη κωμόπολη στα νοτιοδυτικά της Καππαδοκίας. Ο ναός του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού έχει, δυστυχώς, μετατραπεί σε τζαμί. Το σκήνωμα του Αγίου, που υπήρχε εκεί, σήμερα φυλάσσεται στη Νέα Καρβάλη της Καβάλας, όπου το μετέφεραν οι καππαδόκες πρόσφυγες με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924. Δεν παραλείψαμε να δούμε από κοντά και το ελληνικό παρθεναγωγείο, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως ξενοδοχείο. Η ενέργεια της δραστήριας ελληνικής κοινότητας της περιοχής δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από την παραμελημένη όψη της σημερινής πόλης. Ενθαρρυντικό στοιχείο για το μέλλον της Καρβάλης η πρόσφατη ανακήρυξη της σε διατηρητέα πόλη. Αφήνοντας πίσω μας την αναρριχώμενη στο ύψωμα Καρβάλη βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Μία υπέροχη λίμνη και δίπλα της ένας λοφίσκος, στην κορυφή του οποίου δέσποζε μία εκκλησία, το καθολικό της άλλοτε Ιεράς Μονής Αναλήψεως.

Το Σάββατο, 25 Ιουνίου, ήταν προγραμματισμένο το μεγάλο οδικό ταξίδι μας από την Καππαδοκία για τον Πόντο. Πριν αφήσουμε, όμως, το Προκόπι περάσαμε από τον στάβλο όπου έζησε ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος μετά την αιχμαλωσία του από τον τούρκο αγά του Προκοπίου. Στρατιώτης του Τσαρικού Στρατού του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσσίας ο Άγιος Ιωάννης, σε μάχη για να υπερασπισθεί την πατρίδα του, τη Ρωσσία, αιχμαλωτίζεται και οδηγείται στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στο Προκόπι της Καππαδοκίας. Υπέμεινε βασανιστήρια σωματικά και ψυχικά με αξιοθαύμαστη γενναιότητα, ώσπου τελικά έγινε αγαπητός κι από αυτούς ακόμα τους διώκτες του. Τελικά εκοιμήθη πολύ νωρίς, μετά και από τις κακουχίες που είχε υποστεί. Το θαυματουργό σκήνωμά του μετέφεραν οι πιστοί με την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Ελλάδα και από το 1925 φυλάσσεται άφθαρτο στο Νέο Προκόπι Ευβοίας, όπου ανηγέρθη ιερός ναός προς τιμήν του. Στην παλιά, λοιπόν, ελληνική συνοικία του Προκοπίου στην Καππαδοκία, με τα υπόσκαφα σπίτια, σώζεται ο στάβλος που ζούσε ο Άγιος Ιωάννης, καθώς και το κρεβάτι, που ο ίδιος λάξευσε στον τοίχο.

Όσον αφορά στη σύγχρονη πόλη του Προκοπίου, αυτή είναι ιδιαιτέρως περιποιημένη, με πλακόστρωτα, πολλά παρτέρια και μία όμορφη πλατεία, στην οποία υπάρχει παλιά ελληνική εκκλησία που σήμερα, δυστυχώς, λειτουργεί ως χαμάμ. Στις περιπλανήσεις μας στους δρόμους του Προκοπίου είδαμε πολλά συμπαθητικά καταστήματα που πουλούσαν: τσάι σε διάφορες γεύσεις, διακοσμητικά του καππαδοκικού ηφαιστειογενούς τοπίου, ξηρούς καρπούς και μπαχαρικά. Στην Καππαδοκία ιδιαιτέρως ανθεί η ταπητουργία, γι’αυτό πολλά μαγαζιά με χαλιά ξεπρόβαλαν μπροστά μας. Με ευκολία, μάλιστα, κοιτώντας τις βιτρίνες μπορούσε κανείς να παρατηρήσει τους τεχνίτες να φιλοτεχνούν τα περίφημα χειροποίητα χαλιά.

Με τις βαλίτσες γεμάτες εντυπώσεις και συναισθήματα αφήσαμε την Καππαδοκία και προχωρήσαμε περίπου 8 ώρες πορεία με το πούλμαν για τον Πόντο.

Προορισμός μας ήταν αρχικά η Σαμψούντα, η βυζαντινή Αμισός. Μπροστά μας απλωνόταν εντυπωσιακός ο Εύξεινος Πόντος ή αλλιώς Μαύρη Θάλασσα (Kara Deniz). Ονομάστηκε Εύξεινος Πόντος (φιλόξενη θάλασσα) κατ` ευφημισμόν, στην πραγματικότητα Άξενος, γιατί ανέκαθεν ήταν άγριος και τρικυμιώδης. Είναι μια μεγάλη κλειστή θάλασσα μεταξύ Ν.Α. Ευρώπης και Μ. Ασίας. Γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα βρίσκονται τα κράτη Ρωσία, Ρουμανία, Βουλγαρία και Τουρκία. Συνδέεται με τη Μεσόγειο Θάλασσα μέσω του Βοσπόρου και της Θάλασσας του Μαρμαρά και με τη Θάλασσα του Αζόφ μέσω του Ισθμού του Κερτς. Τα νερά της παρατηρήσαμε ότι είχαν καφέ χρώμα, λόγω των πολλών ποταμών που καταλήγουν εκεί από όλες τις χώρες που βρίσκονται γύρω της.

Η Σαμψούντα, πατρίδα των μαθηματικών Δημητρίου και Διονυσόδωρου, ιδρύθηκε αρχικά με το όνομα Αμισός από κατοίκους της Μιλητού τον 7ο αιώνα π.Χ. Ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από την έκφραση «εις Αμισόν, σ΄ Αμισόν, Σαμψούν». Αργότερα η Αμισός άνηκε στο Βασίλειο του Πόντου, που εν συνεχεία ήταν μέρος της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 47 π.Χ. περιήλθε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το 1200 μ.Χ. στους Σελτζούκους Τούρκους, ενώ τέλος τον 15ο αιώνα στην Οθωμανική  Αυτοκρατορία. Υπήρξε το πιο εμπορικό λιμάνι στις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου, κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, έχοντας πλούσιες καλλιέργειες σιτηρών και καπνού. Στα μέσα του 19ου αιώνα το 60% του καπνεμπορίου βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, καθιστώντας τους, μαζί με τους μεγαλεμπόρους υφασμάτων, τους πλουσιοτέρους μεταξύ των κατοίκων. Από τους υπόλοιπους Έλληνες πολλοί ήταν καταστηματάρχες, τεχνίτες, γιατροί, δικηγόροι κ.ά. Βρεθήκαμε μπροστά στα ερείπια τριών καπνεργοστασίων στην πόλη, τα οποία, όπως μας ενημέρωσαν, πρόκειται να αναστηλωθούν, ύστερα από σχετική άδεια που δόθηκε από τον Δήμο Σαμψούντας. Ο πληθυσμός της είναι περίπου 400.000 κάτοικοι σύμφωνα με την απογραφή του 2004.

Κατά την περιήγησή μας στην Σαμψούντα περπατήσαμε στην ελληνική συνοικία και είδαμε παλιά αρχοντικά, άλλα διατηρημένα και άλλα όχι. το Τσινέκειο, ένα σχολικό συγκρότημα καλοδιατηρημένο σε σχήμα Π, που αποτελούσαν Αρρεναγωγείο, Παρθεναγωγείο και  Νηπιαγωγείο. Το σχήμα (Π) έκλεινε με τον περίφημο ναό της Αγίας Τριάδας, ο οποίος, όμως, έχει καταστραφεί εκ θεμελίων. Περίφημη υπήρξε η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Σαμψούντας. Περπατήσαμε την πλατεία του Ωρολογίου και τελικά ξεναγηθήκαμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης.

Προσεγγίζοντας κανείς την κλειστή αγορά της Σαμψούντας έκπληκτος παρατηρεί από μακριά μία τεραστίων διαστάσεων αφίσα, που καλύπτει εξωτερικά την μία πλευρά του κτηρίου, κατά μήκος. Παρουσιάζει τη Σαμψούντα των αρχών του 20ου αιώνα και δίπλα ακριβώς εικονίζεται ο Κεμάλ. Στο κάτω μέρος της αφίσας γίνεται σαφής αναφορά στην 19η Μαΐου 1919, όταν ο Κεμάλ Πασάς (μετέπειτα επονομαζόμενος Ατατούρκ, δηλαδή «γεννήτορας των Τούρκων»), αξιωματικός του Οθωμανικού στρατού, αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, με την εντολή να προστατέψει τους Οθωμανούς υπηκόους, δηλαδή και τους Έλληνες και τους Αρμένιους, από τις σφαγές των άτακτων ομάδων. Αντ΄ αυτού, ο Κεμάλ αυτονομήθηκε από την κεντρική εξουσία και δημιούργησε το εθνικιστικό κίνημα, που βασικό του μέλημα ήταν η καταστολή του ποντιακού αντάρτικου. Μετά τους  Βαλκανικούς Πολέμους και κυρίως με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, η ήδη ειλημμένη απόφαση των Οθωμανών για οριστική λύση του εθνικού προβλήματος της Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξόντωση των γηγενών εθνοτήτων, άρχισε σταδιακά και με διάφορα μέσα να υλοποιείται. Αναφέρεται σχετικά ότι η Αμισός πλήρωσε το μεγαλύτερο φόρο αίματος, αφού μέχρι το Σεπτέμβρη του 1921 πραγματοποιήθηκαν εννέα αποστολές μαζικών εκτοπισμών που, μαζί με τα δήθεν Δικαστήρια (Έκτακτα Στρατοδικεία) της Αμάσειας, οδήγησαν στην πνευματική και οικονομική εξόντωσή τους.

Η δεύτερη μέρα του οδοιπορικού στον Πόντο αφιερώθηκε στην μαρτυρική Αμάσεια. Η Αμάσεια είναι μία πανέμορφη πόλη 70 χλμ. νότια της Σαμψούντας, χτισμένη στις δύο όχθες του ποταμού Ίρη.  Πατρίδα του αρχαίου Έλληνα γεωγράφου Στράβωνα, άγαλμα του οποίου είδαμε στις όχθες του ποταμού. Στον ίδιο χώρο υπήρχαν και ογκώδεις προτομές σουλτάνων, οι οποίοι φοίτησαν στα σχολεία της Αμάσειας. Υπήρχε το έθος να αποστέλλονται εκεί τα παιδιά των σουλτάνων, οι πρίγκιπες, για να αποκτούν υψηλή εκπαίδευση και επίλεκτη διοικητική εμπειρία. Οι πηγές αναφέρουν ότι στις αρχές του 20ού αιώνα, το ελληνικό στοιχείο της περιοχής αριθμούσε 155.000 κατοίκους σε 392 ενορίες με ισάριθμες εκκλησίες και 325 σχολεία, όπου φοιτούσαν 10.000 μαθητές και δίδασκαν 565 δάσκαλοι. Ήταν επίσης έδρα Μητρόπολης. Με το όνομα αυτής της πόλης έχουν συνδεθεί τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν από τους Τούρκους οι Έλληνες του Πόντου σε φυλακές-κάτεργα. Από τον Ιανουάριο του 1921 μέχρι και το 1923 πέρασαν από τα λεγόμενα «λευκά κελιά» εκατοντάδες Έλληνες, πολλοί από αυτούς με διακρίσεις στην οικονομική ζωή του Πόντου. Τον Σεπτέμβριο του 1921 εκτελέστηκαν με απαγχονισμό, ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, καθηγητές και μαθητές του Ελληνοαμερικανικού Κολεγίου Μερζιφούντας. Τις ίδιες ημέρες τουρκικά δικαστήρια καταδίκασαν σε θάνατο, χωρίς απολογία, άλλους 180 Πόντιους πατριώτες. Στην κεντρική πλατεία κρεμάστηκαν από τους Τούρκους περισσότερα από 70 άτομα.

Εντυπωσιακοί δεσπόζουν οι λαξευτοί τάφοι των μιθριδατών βασιλέων στις πλαγιές των βουνών βόρεια της πόλης. Επισκεφθήκαμε το αρχαιολογικό μουσείο, περπατήσαμε στις παλιές, ελληνικές γειτονιές, με τα σπίτια-φαντάσματα και τέλος ξεκλέψαμε την ευκαιρία για ένα τσάι και για αγορές αναμνηστικών. Ο πληθυσμός της πόλης σήμερα είναι περίπου 80.000 κάτοικοι.

Την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε πρωί με προορισμό την Τραπεζούντα. Μία εντυπωσιακή πορεία κατά μήκος των παραλίων του Εύξεινου Πόντου έχοντας συντροφιά μας από αριστερά αγριεμένη τη θάλασσα και δεξιά μας το κατάφυτο τοπίο, σε συνδυασμό με τον γκρι ουρανό του Πόντου -όπως μάθαμε τις 300 από τις 365 ημέρες του χρόνου ο ουρανός έχει το ίδιο μουντό χρώμα-.

Γνωρίσαμε την πατρίδα των Αμαζόνων, τη Θεμίσκυρα του Ευξείνου Πόντου, που βρισκόταν κοντά στον ποταμό Θερμώδοντα. Στο δρόμο μας βρήκαμε την Οινόη (Unye), τη Φάτσα (Fatsa) και επισκεφτήκαμε το Ιασώνειο Άκρο (Yasun burnu). Ο Ιάσωνας στην διαδρομή του για την Κολχίδα (σημερινή Γεωργία) πιθανόν να βρήκε τρικυμία στην άξενη θάλασσα και να ξεκουράστηκε στο ακρωτήριο αυτό. Εκεί έκτισε ναό αφιερωμένο στο Δία. Αργότερα στα ερείπια αυτά χτίστηκε Μονή του Αγίου Νικολάου, οι μοναχοί της οποίας είχαν αναλάβει το διακόνημα της συντήρησης του παρακείμενου φάρου. Σήμερα σώζεται το έρημο καθολικό του Αγίου Νικολάου, στο οποίο μας επετράπη η είσοδος. Κοντά στο ναό υπάρχει μία νεότερη μαρμάρινη πλάκα με αναφορές στην Αργοναυτική Εκστρατεία, που απεικονίζει τον Ιάσωνα να αρπάζει το χρυσόμαλλο δέρας.

Στη συνέχεια της διαδρομής μας σταματήσαμε στα γνωστά από την Κάθοδο των Μυρίων του Ξενοφώντα,  Κοτύωρα (Ordu). Κατά την επίσκεψή μας στο ναό της Υπαπαντής έζησα, προσωπικά, μερικές από τις πιο συγκινητικές στιγμές του ταξιδιού. Στον πρόναο του ναού υπήρχαν φωτογραφίες που παρέπεμπαν σε παλαιότερες εποχές, όταν η εκκλησία χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή. Προχωρώντας στον κυρίως ναό η καρδιά άρχισε να χτυπάει δυνατότερα, όταν αντικρίσαμε αντί του αναμενόμενου, μία αίθουσα εκδηλώσεων και στον χώρο του ιερού, στη θέση της Αγίας Τράπεζας. . . ένα πιάνο. ενώ εκατέρωθεν στις θύρες του ιερού, εκεί που παλαιότερα δέσποζαν οι  εικόνες των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, μία τεράστια τουρκική σημαία και μία αφίσα του Κεμάλ Ατατούρκ. Με διάχυτη απογοήτευση βγήκαμε στον προαύλιο χώρο, αλλά . . . μία απροσδόκητη εικόνα μας περίμενε, έξω από τον ναό αυτή τη φορά: ένας πόντιος λυράρης γλύκανε τη λύπη μας με τη μελωδική του ποντιακή λύρα. Στην προσπάθειά μας να διαχειριστούμε τα ανάμεικτα συναισθήματα χαράς, λύπης ένας συνταξιδιώτης, εμφανώς συγκινημένος, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από την Κερασούντα, ξεκίνησε αυθόρμητα τον χορό της πατρίδας του. Αμέσως τον ακολούθησαν κι άλλοι, συνθέτοντας ένα μοναδικό σκηνικό, που σίγουρα θα έμενε βαθιά χαραγμένο στην μνήμη μας: ο λυράρης καθισμένος σ΄ ένα παγκάκι στον περίβολο του ναού, ένα σύνολο δακρυσμένων χορευτών, πλήθος κόσμου συγκινημένο χειροκροτούσε με ρυθμό, ενώ μπροστά μας απλωνόταν η πανέμορφη παραθαλάσσια πόλη και στο βάθος αγριεμένος ο Εύξεινος Πόντος.  Αργότερα περπατήσαμε στην παλιά Ελληνική συνοικία και είδαμε την Πολυκάρπειο Σχολή.

Στη συνέχεια του ταξιδιού μας, πάντα παραλιακά, βρεθήκαμε στην Κερασούντα
(Giresun). Διαβάζουμε ότι το όνομά της πήρε από τις κερασιές που ευδοκιμούσαν στην περιοχή, αλλά από τον ξεναγό μας ακούσαμε και μία άλλη εκδοχή, δηλαδή ότι ονομάστηκε έτσι, επειδή η πόλη αναπτύσσεται σαν κέρας στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Στην Κερασούντα, που ιδρύθηκε τον 2ο αιώνα π.Χ., υψώνεται βυζαντινό κάστρο, ενώ στο βάθος του λιμανιού βλέπουμε ένα νησάκι, γνωστό σαν νησί των Αμαζόνων. Κατά τον 19ο αιώνα αναδείχθηκε σε οικονομικό κέντρο της περιφέρειας, στηριζόμενη, κυρίως, στο εμπόριο και στην καλλιέργεια του φουντουκιού. Επισκεφθήκαμε το ναό του Αγίου Νικολάου, που λειτουργεί ως μουσείο. Δίπλα του υπήρχε ένας αποθηκευτικός χώρος για τις ανάγκες της εκκλησίας και απέναντι το σπίτι του ιερέα. Κατά το ειωθός, σε παραπλήσιο του ναού χώρο υπήρχε παρθεναγωγείο. Η Κερασούντα, πόλη με ναυτική παράδοση, διέθετε πλήθος σημαντικών εφοπλιστικών οίκων και λειτουργούσαν σε αυτή παραρτήματα τραπεζών: Οθωμανική, Αθηνών και Γεωργίου Πισσάνη.

Συνεχίσαμε το δρόμο μας μέσω Τρίπολης (Tirebolu) και Πλατάνων (Akcaabat) για να καταλήξουμε στην πρωτεύουσα των Μεγαλοκομνηνών, την Τραπεζούντα (Trabzon). Θυμηθήκαμε την κάθοδο των Μυρίων του Ξενοφώντα και συγκεκριμένα το εκστρατευτικό σώμα των Σπαρτιατών, όταν μετά από 18 μήνες εξαντλητικής πορείας, επιστρέφοντας από τα Κούναξα, αντίκρισαν τη θάλασσα της Τραπεζούντας και ανεφώνησαν: «Θάλαττα, θάλαττα».

Ιστορική πρωτεύουσα του Πόντου, η Τραπεζούντα, οφείλει τo όνομά της στο τραπεζοειδές σχήμα των λόφων, πάνω στους οποίους είναι χτισμένη, στους βόρειους πρόποδες των Ποντικών Άλπεων. Ιδρύθηκε το 756 π.Χ. ως εμπορικός σταθμός της Σινώπης και γνώρισε μεγάλη ακμή έως την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους. Κατά την περίοδο της βασιλείας του αυτοκράτορα Iουστινιανού Α΄ αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποτελεί τη βάση των Bυζαντινών στη Mαύρη Θάλασσα στους αγώνες τους εναντίον των Περσών. Το ίδιο χρονικό διάστημα τόσο στην πόλη, όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Tραπεζούντας, χτίζονται τείχη και υδραγωγείο. Τον 7ο αιώνα στην αυτοβιογραφία του ο Αρμένιος Aνανίας Σιρακηνός μας πληροφορεί πως την εποχή αυτή η πόλη υπήρξε σημαντικό πνευματικό κέντρο με σχολή μαθηματικών και αστρονομίας. Τον 10ο αιώνα, η εμπορική σημασία της Τραπεζούντας απογειώνεται και η πόλη γίνεται ο κατεξοχήν προορισμός για τους εμπόρους των πολύτιμων εμπορευμάτων (μεταξωτών, μυρεψικών και βαφικών) της Ανατολής. Πενήντα περίπου χρόνια αργότερα, μετά την ήττα των Bυζαντινών στο Mατζικέρτ, το 1071, ο Πόντος δοκιμάζεται σκληρά από τις διαρκείς επιθέσεις των Σελτζούκων και η πόλη πρέπει να βρέθηκε για μικρό χρονικό διάστημα στην κατοχή τους. Ο Άγιος Θεόδωρος Γαβράς υπήρξε στρατηγός και ελευθερωτής της Τραπεζούντας, ιδρύοντας ανεξάρτητη ηγεμονία. Το 1098 μαρτύρησε στη Θεοδοσιούπολη για την χριστιανική πίστη. Η οικογένεια των Γαβράδων θα κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή της περιοχής κατά την κρίσιμη περίοδο μέχρι τα τέλη περίπου του 12ου αιώνα.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) δημιουργήθηκε στον Πόντο το κράτος των Κομνηνών με κέντρο την πόλη, γνωστό ως Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και σύμβολό της τον μονοκέφαλο αετό. Ιδρυτές της υπήρξαν οι εγγονοί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού, Αλέξιος και Δαβίδ. Το τέλος της, όμως, ήρθε το 1461 όταν ο Δαυίδ Κομνηνός παρέδωσε την πόλη στον Μωάμεθ Β΄. Η πόλη διατηρεί έως τις μέρες μας τον μεσαιωνικό της χαρακτήρα, αφού διατηρούνται μεγάλα τμήματα από τα τείχη και τα Ανάκτορα των Μεγάλων Κομνηνών.

Από τους γνωστότερους λογίους του Πόντου, οι οποίοι διέπρεψαν από τον 13ο έως και τον 16ο αιώνα ήταν ο Βησσαρίων, ο Γεώργιος Αμιρούτζης, ο Γεώργιος Χρυσοκοκκής και ο Γεννάδιος ο Τραπεζούντος.

Ο 19ος αιώνας υπήρξε περίοδος εντυπωσιακής ανάπτυξης για την Τραπεζούντα στους τομείς της οικονομίας, της εκπαίδευσης και της κοινοτικής οργάνωσης. Η πόλη είχε θέατρο, τρεις κινηματογράφους και η ελληνική κοινότητα διέθετε πλήθος κοινωνικών οργανώσεων και συλλόγων. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο πληθυσμός υπολογίζεται γύρω στους 50.000 (15.000 Έλληνες, 4.000 Αρμένιοι, 600 Ευρωπαίοι και οι υπόλοιποι Τούρκοι). Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1916, η πόλη καταλήφθηκε για δύο σχεδόν χρόνια από τον ρωσικό στρατό. Ταυτόχρονα η παρουσία πολλών διπλωματικών αποστολών εμπόδιζε τα νεοτουρκικά σχέδια των διώξεων. Επιπλέον στο μητροπολιτικό θρόνο της πόλης υπήρχε ένας σπουδαίος ιεράρχης, ο Χρύσανθος Φιλιππίδης (1913-1925), μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1938-1941), ο οποίος αφενός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού και αφετέρου διακρίθηκε ως κορυφαίος εκκλησιαστικός άνδρας για το πνευματικό έργο και το ήθος του. Η εκτίμηση και των τουρκικών αρχών προς το πρόσωπό του και η σύνεση με την οποία εκείνος διοικούσε την Τραπεζούντα κατά την ρωσική κατοχή απέτρεψαν τα αντίποινα προς τους Έλληνες, κατά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την πόλη το 1918. Αργότερα, όμως, ακολούθησαν φοβερές διώξεις του ποντιακού στοιχείου, αλλά και του ελληνισμού της Μικράς Ασίας γενικότερα. Τα αποτελέσματα του πολέμου, στα οποία πρέπει να προσμετρηθούν και λανθασμένοι χειρισμοί από την πλευρά της μητροπολιτικής Ελλάδας, έμειναν γνωστά στη συλλογική μας μνήμη ως Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία σφραγίσθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923). Όσον αφορά δε στα διαδραματισθέντα στον Πόντο, η Βουλή των Ελλήνων ομόφωνα το 1994 αναγνώρισε τη γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού και καθιέρωσε ως ημέρα μνήμης της την 19η Μαΐου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κώστα Φωτιάδη που μελέτησε τα αρχεία των διπλωματικών αποστολών στον Πόντο «από τους 697.000 Πόντιους που ζούσαν το 1913 στον Πόντο περισσότεροι από 353.000, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από 50%, βρήκαν οικτρό θάνατο μέχρι το 1923 από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς στις πόλεις και στα χωριά, στις εξορίες και τις φυλακές, στα τάγματα εργασίας, τα λεγόμενα αμελέ ταμπουρού, που ήταν τάγματα θανάτου».

Περπατώντας στην πόλη της Τραπεζούντας περάσαμε κι από τον ναό της Αγίας Άννας. Είναι η παλαιότερη εκκλησία που διασώζεται στην Τραπεζούντα, η οποία, όμως, δεν είναι επισκέψιμη. Τρίκλιτη βασιλική του 7ου αιώνα που, σύμφωνα με επιγραφή πάνω από την είσοδο του ναού, ανακαινίστηκε το 884-885 από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Α. Πληροφορηθήκαμε ότι χρησιμοποιείται από τον Δήμο, μάλλον, ως αποθήκη.

Στα αξιοθέατα της πόλης δεν πρέπει να παραλείψουμε και το μαυσωλείο της Γκιουλμπαχάρ Χατούν. Η Γιουλμπαχάρ (το Ρόδο της Άνοιξης) ήταν ελληνίδα από το χωριό Λιβερά του Πόντου, γνωστή για την εξαιρετική ομορφιά της, μετέπειτα σύζυγος του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄.

Τα τείχη της Τραπεζούντας (των Κομνηνών) σώζονται ακόμη και σήμερα σε αρκετά καλή κατάσταση, παρά τις μεγάλες καταστροφές που υπέστησαν με το πέρασμα του χρόνου. Η ιστορία τους είναι συνυφασμένη με εκείνη της πόλης. Η τειχισμένη πόλη αποτελείται από τρία τμήματα που διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους, φαινόμενο ιδιαίτερα συνηθισμένο στις βυζαντινές πόλεις. Το ανώτερο τμήμα, η ακρόπολη, το Κάστρο των Βυζαντινών, περιέκλειε συνήθως το διοικητικό κέντρο της πόλης. Το μεσαίο, η Άνω ή Μέση Χώρα, ήταν η κατοικία των αρχόντων, ενώ το τρίτο, κατώτερο τμήμα, το οποίο συνήθως τειχιζόταν αργότερα, μετά την αύξηση του πληθυσμού, προοριζόταν για τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης. Ανεβαίνοντας από το Εξώκαστρον προς τη μέση πόλη βρίσκεται κανείς στην περιοχή όπου δεσπόζει ο ναός της Παναγίας Χρυσοκεφάλου, την οποία και επισκεφθήκαμε. Χτισμένη πάνω σε αρχαίο ρωμαϊκό ναό, έχει μετατραπεί σε τζαμί από το 1461. Υπήρξε ο μητροπολιτικός ναός των Μεγαλοκομνηνών –εκεί πραγματοποιούνταν και οι στέψεις των αυτοκρατόρων.

Σε κοντινή απόσταση, έξω όμως, από τα τείχη της Τραπεζούντας, βρίσκεται ο Ναός της Αγίας Σοφίας (13ος αιώνας). Σύνθετος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο, νάρθηκα και τρία εντυπωσιακά πρόπυλα. Στον αυλόγυρο επιβλητικό δεσπόζει το κωδωνοστάσιο. Οικοδομήθηκε από τον Μανουήλ Κομνηνό στο χώρο, όπου προϋπήρχε αρχαίος ναός του Απόλλωνα. Στον εξωτερικό διάκοσμο δεσπόζει ο μονοκέφαλος αετός, έμβλημα της αυτοκρατορίας. Ενδεικτικές της απαρχής της νέας αυτοκρατορίας των Κομνηνών αποτελούν, ως μέρος της αγιογράφησης, τουλάχιστον δύο παραστάσεις του Χριστού δωδεκαετούς στο ναό. Ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται τα επιμέρους στοιχεία της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης, της ζωγραφικής, της ψηφιδωτής και της γλυπτής διακόσμησής του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ασυνήθιστος και ίσως μοναδικός, λόγω της συνύπαρξης ετερόκλητων επιδράσεων από Δύση και Ανατολή. Μέρος των ψηφιδωτών και των αγιογραφιών του κυρίως λατρευτικού χώρου της εκκλησίας διατηρήθηκαν έως τις μέρες μας. Φιλολογικές πηγές του 14ου αιώνα μνημονεύουν τη μονή “της του Θεού Λόγου Σοφίας”, αλλά και “την μονήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήγουν την Αγίαν Σοφίαν”. Εμφανής στη διαμόρφωση της ταυτότητας του μνημείου είναι η ταφική λειτουργία του, η οποία τεκμαίρεται από τις νεκρικές κόγχες και τις επιτύμβιες επιγραφές που φιλοξενούνται στον περίβολο του ναού.

Σε ύψωμα της Τραπεζούντας υπάρχει ένα καταπράσινο προάστιο, το Κρυονέρι. Εκεί εντυπωσιαστήκαμε από την έπαυλη Καπαγιαννίδη. Περιηγηθήκαμε στους δύο ορόφους του κτηρίου με τα πολλά δωμάτια και θαυμάσαμε τους υπέροχους κατάφυτους, πολύχρωμους από τις ποικιλίες των λουλουδιών, κήπους. Είχαμε τη χαρά να ακολουθεί την ομάδα μας και μία απόγονος του Καπαγιαννίδη. Σειρά είχε η επίσκεψη στο αρχοντικό του τραπεζίτη, Κώστα Θεοφύλακτου. Έμεινε βαθειά στη μνήμη μου ένα ιδιαίτερο σκηνικό : η υπέροχη σάλα χορού με τον όμορφο, προβλεπόμενο για την ορχήστρα υπερυψωμένο χώρο και ο επιβλητικός γυάλινος θόλος, που επέτρεπε διακριτικά να διαχέεται το φως δίνοντας μία ονειρική, παραμυθένια εικόνα.

Κατά την περιήγησή μας στην Τραπεζούντα ιδιαιτέρως εντυπωσιαστήκαμε από το «Ελληνικόν Φροντιστήριον Τραπεζούντος» γνωστό και ως «Φάρο της Ανατολής». Ως σχολείο άρχισε να λειτουργεί κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκικής δουλείας, το οποίο, μολονότι δεν κατείχε περίοπτη θέση, ήταν το μοναδικό σε ολόκληρη την περιοχή. Με το χρόνο, όμως, άρχισε και η αναγνώρισή του, μετονομάστηκε σε «Φροντιστήριο» και μαζί με την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, απετέλεσαν τα σημαντικότερα εκπαιδευτήρια της εποχής τους. Στο ίδρυμα αυτό δίδαξαν από το 17ο αιώνα μεγάλοι δάσκαλοι του Γένους όπως ο Τραπεζούντιος Σεβαστός Κυμινήτης, Σάββας Τριανταφυλλίδης, Σάββας Κωνσταντινίδης, Ηρακλής Τριανταφυλλίδης και φοίτησαν μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας του Πόντου αλλά και της ελληνικής ιστορίας γενικότερα, όπως οι πόντιοι στην καταγωγή, Υψηλάντες. Λειτούργησε παρά τις αντιξοότητες μέχρι το 1922. Η προσφορά του υπήρξε πολύ σημαντική όσον αφορά στην πνευματική και ηθική ανάπλαση των Ελληνοποντίων, στην κατάρτιση ικανών δασκάλων για τις εκεί κοινότητες και κυρίως στην ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης.

Η Τραπεζούντα αριθμεί σήμερα περίπου 200.000 κατοίκους. Είναι γνωστή η τραπεζουντιανή τεχνική στην αργυροχρυσοχοΐα. Βρεθήκαμε σε καταστήματα όπου μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο, σαν να πλέκουν και να κεντούν, τεχνίτριες έφτιαχναν με ασήμι υπέροχα βραχιόλια, κολιέ και σκουλαρίκια. Στα σοκάκια της πόλης μπορεί κανείς να συναντήσει υφασματοπωλεία, πολλά μπακάλικα με φρέσκο αγελαδινό βούτυρο, κεφαλοτύρι κ.α. (η Τραπεζούντα φημίζεται για την κτηνοτροφία της).

Το υπέροχο αυτό ταξίδι έφτανε σιγά σιγά στο τέλος του. Είχε έρθει η ώρα για το προσκύνημά μας στην μονή της Παναγιάς του όρους Μελά. Πολλοί από εμάς ταξιδέψαμε πραγματώνοντας ένα πόθο, εκπληρώνοντας, ίσως, ένα τάμα στην Παναγία και στην πορεία ζήσαμε και τις υπόλοιπες αναπάντεχες εμπειρίες. Στην επαρχία Ματσούκας, σε μία κατάφυτη κοιλάδα διαρρεόμενη από τον ποταμό Πυξίτη, βρίσκεται η Ιερά Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Σουμελά. Καλύπτεται από πυκνό δάσος με διάφορα είδη δέντρων: πεύκα, καρυδιές, λεπτοκαρυές, έλατα και πυξάρια, απ΄ όπου πήρε το όνομά του ο ποταμός Πυξίτης. Διαβάζοντας ένα σχετικό άρθρο του αρχιμανδρίτη Παύλου Αποστολίδη, τέως Ηγουμένου της Παναγίας Σουμελά Βερμίου και νυν μητροπολίτη Δράμας, μαθαίνουμε: Το 386 ιδρύθηκε η μονή από τους Αθηναίους ιερομονάχους Βαρνάβα και Σωφρόνιο, ύστερα από αποκάλυψη της Παναγίας, η οποία τους προέτρεπε να ακολουθήσουν την εικόνα Της στο όρος Μελά της Τραπεζούντος και να ιδρύσουν μονή. Την εικόνα έχει φιλοτεχνήσει, σύμφωνα με την παράδοση, ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Μετά την κοίμηση του Ευαγγελιστή στη Θήβα, ο μαθητής του Ανανίας μετέφερε την εικόνα στην Αθήνα, σε ναό που καταστράφηκε με πυρκαγιά το 1885. Από το ναό πέταξε η εικόνα της Αθηνιώτισσας Παναγίας βασταζόμενη από δύο αγγέλους προς το όρος Μελά. Οι όσιοι Βαρνάβας και Σωφρόνιος ακολούθησαν την εικόνα, έφθασαν στην Τραπεζούντα και ανέβηκαν στο όρος Μελά, όπου σ΄ ένα σπήλαιο ανακάλυψαν την Θεομητορική εικόνα. Οι δύο ιδρυτές της μονής  έζησαν μέχρι το έτος 412 και εκοιμήθησαν την ίδια ημέρα. Ήδη, από τον πρώτο καιρό της ιδρύσεώς της η μονή αποτελούσε μέγα προσκύνημα των χριστιανών, αργότερα και των μουσουλμάνων του Πόντου, ολόκληρης της Μικράς Ασίας, της Ρωσίας και των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Ιδιαίτερη ευλάβεια προς τη μονή έδειξαν οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας, οι Κομνηνοί. Οικουμενικοί Πατριάρχες εξέδωσαν σιγίλια που διασφάλιζαν τα δικαιώματά της και οθωμανοί σουλτάνοι την προίκισαν με δωρεές και κατοχύρωσαν τα προνόμιά της με έκδοση φιρμανιών. Το 1923 μετά τον εκπατρισμό και την ερήμωση της μονής, χειρόγραφα και ιερά κειμήλια αρπάχθηκαν από τους τούρκους, αφού απαγορεύθηκε στους μοναχούς να πάρουν οτιδήποτε μαζί τους. Οι τούρκοι επέφεραν ανεπανόρθωτες καταστροφές στα κτίρια της μονής και στις τοιχογραφίες. Από τα ιερά κειμήλια περισώθηκαν τρία, τα σπουδαιότερα: η Εικόνα της Παναγίας, ο Σταυρός με το Τίμιο Ξύλο που δώρισε στη μονή ο αυτοκράτορας Μανουήλ Γ΄ και το Ευαγγέλιο του οσίου Χριστοφόρου. Κατά τον εκπατρισμό οι μοναχοί τα έθαψαν σε χώρο στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, κοντά στη Μονή, ερείπια του οποίου διασώζονται σήμερα. Το 1931, ύστερα από σχετική άδεια που έδωσε ο τούρκος Πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού, σε συνεννόηση με τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος Ελευθέριο Βενιζέλο, ο Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Σουμελιώτης με δαπάνη του Ταμείου Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών βρήκε τα ιερά κειμήλια και τα μετέφερε στην Αθήνα. Με εντολή του Οικουμενικού Πατριάρχη τοποθετήθηκαν προσωρινά στο Βυζαντινό Μουσείο. Τον Αύγουστο του 1951, με μεγαλειώδεις τιμές μεταφέρθηκε η Εικόνα της Παναγίας στο όρος Βέρμιο, πάνω από την κοινότητα της Καστανιάς και τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του ναού, που αποπερατώθηκε το 1952. Αργότερα τοποθετήθηκαν στη Μονή και τα άλλα δύο κειμήλια : ο Τίμιος Σταυρός και το Ιερό Ευαγγέλιο. Τον Ιούνιο του 2010 το Τουρκικό Κράτος έδωσε άδεια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να τελεσθεί Θεία Λειτουργία για την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου) ύστερα από 87 έτη, καθώς τα τελευταία χρόνια είχε μετατραπεί σε μουσείο. Η πατριαρχική Θ. Λειτουργία επαναλήφθηκε και εφέτος.

Για να προσεγγίσουμε το μοναστήρι έπρεπε να επιβιβαστούμε σε μικρά λεωφορεία μέχρι κάποιο σημείο και μετά να περπατήσουμε για λίγο στη φύση. Αποζημιωθήκαμε από την υπέροχη πορεία στο κατάφυτο τοπίο, αλλά κυρίως όταν, επιτέλους, βρεθήκαμε στη μονή. Η συγκίνησή μας δεν περιγράφεται και ευχαριστήσαμε την Παναγία που μας αξίωσε να πατήσουμε στα άγια εκείνα χώματα, διευκολύνοντας μάλιστα, τη μετάβασή μας εκεί με έναν υπέροχο καιρό (όπως ειπώθηκε παραπάνω ο ουρανός στον Πόντο είναι συνήθως μουντός ή βροχερός). Θαυμάσαμε τις εναπομείνασες εσωτερικές και εξωτερικές αγιογραφίες, τους γύρω χώρους της μονής και με δέος είδαμε να αναβλύζει αγίασμα μέσα από τον γιγαντώδη βράχο.

Καθίσαμε να ξεκουραστούμε δίπλα στο ποτάμι και συνεχίσαμε το δρόμο μας ανατολικά της Τραπεζούντας. Επισκεφθήκαμε τα Σούρμενα (Surmene) και ανηφορίσαμε στα Ποντικά Όρη προς το Σέραχο των Ποντίων (Uzungol). Έκπληκτοι βρεθήκαμε μπροστά σε ένα πανέμορφο τοπίο που θύμιζε πίνακα ζωγραφικής: καταπράσινα βουνά τριγύρω κι ένας ποταμός με πολύ νερό και διάσπαρτες γεφυρούλες, που κατέληγε σε μία ονειρική λίμνη. Βγάλαμε υπέροχες φωτογραφίες και φάγαμε πέστροφες στα εστιατόρια που υπήρχαν εκεί. Αρκετοί από μας βρήκαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν με κατοίκους της περιοχής που επιμένουν να μιλούν ποντιακά και να φωτογραφηθούν μαζί τους.

Το απόγευμα γυρίσαμε στην Τραπεζούντα κι από εκεί την επόμενη μέρα θα επιστρέφαμε μέσω Κωνσταντινούπολης αεροπορικώς στην Αθήνα. Μερικοί εκμεταλλεύτηκαν την πολύωρη παραμονή τους στην Πόλη και θαύμασαν όσα από τα αξιοθέατα πρόλαβαν να επισκεφθούν.

Το ταξίδι είχε φτάσει στο τέλος του. Αφημένοι στη ζάλη των εντυπώσεων, γεμίσαμε από εμπειρίες, γνώσεις και συγκινήσεις. Ακολουθώντας τα βήματα των προγόνων, τους δρόμους της πολυτάραχης ιστορίας, τα χνάρια των συναισθημάτων πήραμε ένα άρωμα ανατολής και υποσχεθήκαμε ότι δεν θα ξεχάσουμε τους αγώνες των προπατόρων για τον ελληνισμό και την ορθοδοξία. Αφήσαμε στα άγια εκείνα χώματα της Καππαδοκίας και του Πόντου ένα κομμάτι του εαυτού μας, ίσως το πιο αληθινό, το πιο αυθεντικό και δεσμευτήκαμε να μεταλαμπαδεύσουμε την πληρότητα, την ικανοποίηση και την ευτυχία που μας απέφερε η εξαιρετική αυτή εμπειρία του οδοιπορικού και, ίσως -γιατί όχι- να την επαναλάβουμε και στο μέλλον.

Ομιλία του Μιχάλη Χαραλαμπίδη κατὰ τὰ ἀποκαλυπτήρια του μνημείου τῆς Ποντιακῆς Γενοκτονίας στη Φιλαδέλφεια τῶν ΗΠΑ

(Μιχάλης Χαραλαμπίδης «Τὸ Ποντιακὸ ζήτημα σήμερα – τὸ Ποντιακὸ ζήματα στὸν ΟΗΕ», Ἐκδόσεις ΣΤΡΑΒΩΝ, Ἀθήνα 2005):

«Στὸν μυθικό μας κόσμο ὁ Πόντος εἶναι παρὼν μὲ τὸν Προμηθέα, τοὺς Ἀργοναῦτες, τὸν Ἰάσωνα, τὶς Ἀμαζόνες. Σύμφωνα μὲ τὴν Ἑλληνικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν γέννηση τοῦ κόσμου εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ συστατικά της δημιουργίας του. Στὸν ἱστορικό μας κόσμο εἶναι παρὼν μὲ τὶς Ἑλληνικὲς πόλεις – κράτη Σινώπη –Ἀμισσὸς – Τραπεζοὺς – Κερασούς. Τοὺς Μιθριδάτες Βασιλεῖς τοῦ Πόντου.(Ὁ Μιθριδάτης ὁ Στ΄ ὁ Εὐπάτωρ ἔστησε ἄγαλμα τοῦ Πλάτωνα στὴν Ἀκαδημία ποὺ δημιούργησε στὴν Ἀθήνα ὁ μεγάλος φιλόσοφος). Tοὺς Κομνηνοὺς αὐτοκράτορες τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Τραπεζοῦντος (1204 – 1461). Tοὺς Ὑψηλάντες ἡγέτες τῆς Ἑλληνικῆς καὶ Βαλκανικῆς Ἐπανάστασης ἐνάντια στὸ Ὀθωμανικὸ παρασιτικό, φεουδαρχικὸ καθεστὼς τὸν 19ο αἰώνα…Ἐπὶ χιλιετίες ὁ Πόντος ἦταν Οἰκονομικὸ καὶ Ἐμπορικὸ κέντρο ἀλλὰ καὶ κέντρο Πολιτισμοῦ. Ὁ φιλόσοφος Διογένης αὐτὸς ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν λέξη «κοσμοπολίτης» ἐξ οὗ καὶ τὸ Cosmopolitan, ὁ γεωγράφος καὶ ἱστορικὸς Στράβων, ὁ σωτήρας τῆς Ἑλληνικῆς κλασσικῆς γραμματείας, τῶν βιβλίων ἀπὸ τὴν Ὀθωμανοϊσλαμικὴ ὁλοκληρωτικὴ βαρβαρότητα καὶ μεγάλος πατέρας τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ καὶ Δυτικοῦ Πολιτισμοῦ ὁ Βησσαρίων, ἦταν Πόντιοι.

Ὁ Πόντος ἦταν πρότυπο ἁρμονικῶν σχέσεων ἀνάμεσα στὸ φυσικό, ἀνθρώπινο ἀρχιτεκτονικὸ τοπίο. Ἀνάμεσα στοὺς λαούς, τοὺς πολιτισμούς, τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ἁρμονία διαταράχθηκε βίαια ἀπὸ ὁλοκληρωτικὲς ἰδεολογίες. Αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ Πολιτισμικὸ κέντρο δολοφονήθηκε καὶ ρίχθηκε στὴν ὑπανάπτυξη. Αὐτὸ σήμαινε ἡ Ὀθωμανικὴ Τουρκικὴ κατάκτηση, τὸ Σουλτανικὸ καθεστώς, τὸ πλέον βάρβαρο καθεστὼς ποὺ γνώρισε ἡ Ἀνθρωπότητα. Τὸ τελικὸ ὅμως χτύπημα δόθηκε ἀπὸ μία ἰδεολογία τοῦ θανάτου ποὺ ἀντιπροσώπευε καὶ ἀντιπροσωπεύει ὁ Κεμαλισμός. Ἀκόμη καὶ τώρα καὶ ἄλλοι λαοὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας γνωρίζουν αὐτὸν τὸν γενοκτονικὸ ρατσισμὸ διαρκείας.

Ὁ Πόντος σήμερα εἶναι ἐρείπια ἐκκλησιῶν, μοναστηριῶν, ἀνακτόρων, παλατιῶν, κυβερνείων, κατοικιῶν, ἐκπαιδευτηρίων, χωριῶν, πόλεων, κάστρων ποὺ ἀπετέλεσαν ἐκλεκτὰ δημιουργήματα τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ. Ἂν δὲν δολοφονοῦνταν θὰ ἦταν ὡραιότερα ἀπὸ τὴν Τοσκάνη, τὴν Βουργουνδία, τὴν Ἀνδαλουσία. Τὸ σουλτανικὸ τουρικικὸ ἰσλὰμ ὅμως ἦταν πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ τῆς Ἀνδαλουσίας, ἦταν βάρβαρο καὶ καταστροφικό. Σὲ κανένα μέρος τοῦ κόσμου δὲν συναντᾶς τόσα ἐρείπια μνημείων. Ἐδῶ οἱ Ταλιμπᾶν προϋπῆρξαν κατὰ περιόδους, δολοφονοῦσαν ἀνθρώπους καὶ μνημεῖα, ἦταν περισσότερο βάρβαροι καὶ τὸν προηγούμενο αἰώνα εἶχαν τὴν ὑποστήριξη καὶ τῆς Εὐρώπης καὶ τῶν Σοβιέτ. Μία ἀνήθικη συμμαχία.

Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ἐρείπια συναντᾶς σήμερα τοὺς τελευταίους φύλακες, τοὺς ἀπόγονους αὐτοῦ του πολιτισμοῦ ποὺ μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ὁλοκληρωτικῶν καὶ ρατσιστικῶν τυφώνων ἐπιμένουν νὰ ὁμιλοῦν τὴν πλησιέστερη πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ὁμιλούμενη σήμερα γλώσσα. Εἶναι οἱ μεγάλοι αὐτόχθονες πληθυσμοὶ τῶν ἐξισλαμισμένων ἀκόμη καὶ κρυπτὸ Χριστιανῶν Ποντίων ποὺ ἔμειναν στὸν Πόντο.
Μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια ἀναδεικνύονται οἱ μελαγχολικὲς καὶ ταυτόχρονα γλυκὲς φιγοῦρες τῶν μικρῶν παιδιῶν ποὺ στὸ ἐρώτημα : «πῶς λὲν τὸν κύρης καὶ τὴν μάνας» ἀπαντοῦν ὅπως ἀπαντοῦσε ἕνα παιδὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου. «Εἰς Ἀϊσὲ ἀκούει εἰς Μωαμέτ». Ὁ Ὅμηρος στοὺς στίχους τοῦ ἔλεγε. «Τὸ ὄνομα τοῦ ἄκουγε Ἀχιλλέας, Ὀδυσσέας, Αἴαντας». Δὲν λέει τὸν ἔλεγαν Ἀχιλλέα. Αὐτῆς τῆς γλώσσας τὸ σύγχρονο Τουρκικὸ κράτος ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Τούρκου ἐκπροσώπου στὸν ΟΗΕ Altay Genciger στὴν παρέμβασή μας στὴν Ἐπιτροπὴ Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ Ὀργανισμοῦ (Φεβρουάριος 2002) γιὰ τὰ δικαιώματα τῶν ἐξισλαμισμένων Ποντίων στὸν Πόντο σήμερα.
Δολοφονεῖ ἀντὶ νὰ προστατεύει μία γλώσσα ποὺ ἀποτελεῖ θεμέλιό της Παγκόσμιας Πολιτισμικῆς Κληρονομιᾶς. Τὰ μικρὰ παιδιὰ στὰ σχολεῖα τῆς Τραπεζούντας τρομοκρατοῦνται γιὰ νὰ μὴν τὴν ὁμιλοῦν.
Ἐπὶ ὀκτὼ περίπου δεκαετίες τὸ ἔγκλημα τῆς γενοκτονίας ποὺ διαπράχθηκε στὸν Πόντο ἀπὸ τοὺς Νεοτούρκους καὶ τοὺς Κεμαλικοὺς συνεχίσθηκε, γιὰ γεωπολιτικοὺς λόγους, μὲ τὸ ἔγκλημα τῆς σιωπῆς. «Ἡ Τουρκία δὲν ἔπρεπε νὰ ἐνοχληθεῖ». Οἱ φωνὲς τῶν ἐπιζησάντων, τὸ ἕνα δεύτερό του πληθυσμοῦ, σκεπάστηκαν. Αὐτοὶ ποὺ σώθηκαν διαφεύγοντας πρὸς τὴ Ρωσία, μετὰ τὸν Κεμαλισμὸ γνώρισαν τὸν Σταλινισμὸ ἐκτοπισμένοι στὴν κεντρικὴ Ἀσία, τὴν πατρίδα τῶν Τούρκων. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀνωμαλίες τῆς ἱστορίας…Τὶς τελευταῖες δεκαετίες διεκδικήσαμε τὴν ἀνάκτηση τῆς σχέσης μας μὲ τὴν Μνημοσύνη καὶ τὶς Μοῦσες διεκδικώντας τὸ δικαίωμά μας στὴν Μνήμη. Οἱ δικοί μας νεκροὶ γιὰ γεωπολιτικοὺς λόγους ἔμειναν ἐπὶ δεκαετίες χωρὶς μνημεῖα, χωρὶς τάφους, μία καὶ χάθηκαν στὶς πορεῖες θανάτου στὸ ἐσωτερικό της Ἀνατολίας καὶ τοῦ Κουρδιστᾶν, στὰ Ἄουσβιτς, στὰ Μαουντχάουζεν ἐν ροή. Ὅπως ὅλοι οἱ λαοὶ ποὺ ὑπέστησαν πολιτικὲς βίας, καθιερώσαμε μία ἡμέρα μνήμης τοῦ Ποντιακοῦ Ὁλοκαυτώματος, τὴν 19η Μαΐου. . .».

Κυριακή Βαζδιρβανίδου-Κωστοπούλου,

Δικαστική Υπάλληλος-Πτυχιούχος Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

×

ΚΑΛΑΘΙ