Δωδεκάνησος
Η Δωδεκάνησος είναι το τελευταίο κομμάτι που ενσωματώθηκε με την Ελλάδα(1948).
Ιστορικά στοιχεία: Μετά τον 11ο αιώνα εμφανίζονται στις ελληνικές θάλασσες οι Φράγκοι με τις Σταυροφορίες. Το Βυζάντιο, αδύναμο, δεν μπορεί να υπερασπισθεί αποτελεσματικά τα εθνικά προπύργια του Ν.Α. Αιγαίου και οι Ιωαννίτες Ιππότες σταυροφόροι διωγμένοι από την Παλαιστίνη, κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα, κατατυράννησαν και απομύζησαν οικονομικά τον ελληνικό πληθυσμό των νησιών. Αδιάψευστοι μάρτυρες, του αποστραγγίσματος των δυνάμεων των κατοίκων τους στέκονται τα μεσαιωνικά κάστρα της Κω και της Ρόδου.
Κατά τα τέλη του 1522 ο Σουλεϊμάν Β΄ ο Μεγαλοπρεπής κυριεύει τα νησιά και από τότε αρχίζει η ζοφερή νύχτα της Τουρκοκρατίας.
Το υπόδουλο έθνος επιχειρεί επανειλημμένα να αποτινάξει το ζυγό γι αυτό και στο μεγάλο Αγώνα του 1821 οι Δωδεκανήσιοι κατέχουν δεσπόζουσα θέση. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος και πολλοί Δωδεκανήσιοι μυούνται στη Φιλική Εταιρεία. Η Κως θρηνεί σφαγές και απαγχονισμούς. Η ακριτική Κάσος τιμωρείται για την παροχή ναυτικής βοήθειας με το ολοκαύτωμα τον Ιούνιο του 1824.
Όμως ούτε οι θυσίες των νησιωτών , ούτε οι αδιάκοπες πολιτικές ενέργειες τους δε βάρυναν στον ζυγό της ευρωπαϊκής διπλωματίας .Έτσι με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830, η Δωδεκάνησος επανέρχεται στους Τούρκους και όχι στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ένας ακόμη αιώνας , ο 19ος , θα προστεθεί στη μακρά Τουρκική δυναστεία.
Η Περίοδος ιταλογερμανικής κατοχής στην Κω στα Δωδεκάνησα
Ο πόλεμος ανάμεσα στην Ιταλία και στην Τουρκία το 1911 γίνεται αφορμή νέων περιπετειών για τα νησιά μας. Έτσι το 1912 καταλαμβάνονται από τους Ιταλούς, οι οποίοι χαρακτηρίζουν την κατοχή των νησιών «ως προσωρινό έργο πολεμικής ανάγκης».
Το ζυγό της τουρκικής βαρβαρότητας αντικατέστησε ο ζυγός της ιταλικής παραφροσύνης που θα κρατήσει 33 ολόκληρα χρόνια. Μετά το 1922 που ανέβηκε ο Μουσολίνι, η προσπάθεια αφελληνισμού των Δωδεκανησίων πήρε βίαιες και τεράστιες διαστάσεις.
Όσο όμως τα μέτρα των Ιταλών σκληραίνουν, ακόμη και όταν οι ορδές του Χίτλερ θα κατακτήσουν την Ελλάδα και τα Δωδεκάνησα το 1943 με την ωμή και βάναυση σκληρότητα και το κλίμα εκφοβισμού, τόσο οι αντιδράσεις των νησιωτών μεγαλώνουν.
Η Εθνική Αντίσταση των Δωδεκανησίων υπήρξε καθολική, ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση.
Εστιάζουμε στις περιπτώσεις γυναικών που ξεχώρισαν για ηρωικές πράξεις κατά του κατακτητή την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής (1912-1948), ως ελάχιστη τιμή στην ατίμητη συμβολή των γυναικών των νησιών μας, που έδειξαν θάρρος , αυταπάρνηση και ηρωισμό σε καιρούς χαλεπούς.
Δέσποινα Αχλαδιώτη, ‘Η θρυλική Κυρά της Ρω’
Η Δέσποινα Αχλαδιώτη γεννήθηκε στο τουρκοκρατούμενο αλλά οικονομικά ανθηρό Καστελόριζο, το 1890. Κόντρα στη θέληση της οικογένειάς της, τόλμησε να παντρευτεί τον άντρα που έβοσκε τα ζωντανά του πατέρα της και να μετακομίσει μόνη μαζί του το 1927 στην ακριτική βραχονησίδα Ρω, δυτικά του Καστελλόριζου για να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία. Μετά το θάνατο του συζύγου της Κωνσταντίνο, το 1940, έζησε στη Ρω με την τυφλή μητέρα της και κατόπιν εντελώς μόνη της.
Από το 1929, πιστή σε ένα καθήκον που σήκωσε μονάχη της στις πλάτες της, εκεί 3 ναυτικά μίλια από τα μικρασιατικά παράλια, ύψωνε την ελληνική σημαία κάθε πρωί και την κατέβαζε με τη δύση του ήλιου μέχρι και τον θάνατό της.
Την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προσέφερε αξιόλογες υπηρεσίες στις Συμμαχικές Δυνάμεις κατά την ιταλογερμανική κατοχή της Δωδεκανήσου.
Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1975), το Πολεμικό Ναυτικό, τη Βουλή των Ελλήνων, το Δήμο Ρόδου, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους φορείς. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του ΓΕΝ στο Καστελόριζο στις 23 Νοεμβρίου 1975, για να της απονείμει το μετάλλιο για τις «προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της», την πολεμική περίοδο 1941-1944. Απεβίωσε στις 13 Μαΐου του 1982 σε ηλικία 92 ετών, σε νοσοκομείο της Ρόδου και ετάφη στην Ρω κάτω από τον ιστό όπου ύψωνε τη Σημαία.
Η θρυλική Δέσποινα Αχλαδιώτη που έχει περάσει στην Ιστορία ως η «Κυρά της Ρω», με τη στάση ζωής της συμβολίζει την αγάπη στη ζωή, στην ελευθερία, την πίστη, την αφοσίωση στο αίσθημα του χρέους, την υπομονή, την επιμονή. Μια γυναίκα επιβλητική και υπερήφανη με ένα ιδιαίτερο κόσμο που συμβολίζει την ίδια την Ελλάδα που πασχίζει να αντέξει κάθε δοκιμασία αν και απομονωμένη. Η ιστορία της θρυλικής και ηρωικής κυράς της Ρω παραμένει πάντα επίκαιρη.
Ρόδος
Το «Αιματηρόν Πάσχα
Το 1919, μετά το τέλος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου και εν όψει τη Συνθήκη Ειρήνης στο Παρίσι ,ο Ελευθέριος Βενιζέλος περιέλαβε τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα στο υπόμνημά του ως ελληνική απαίτηση. Παράλληλα όμως και η Ιταλία τα διεκδικούσε ως δικά της, βασιζόμενη σε μια μυστική συμφωνία που είχε συνάψει το 1915 με τις δυνάμεις την Αντάντ, η οποία προέβλεπε ότι τα Δωδεκάνησα θα περνούσαν στη δική της κυριαρχία, αν η ίδια συμμαχούσε με την Αντάντ. Οι Ιταλοί για να αποδυναμώσουν περαιτέρω τα ελληνικά επιχειρήματα, διέδιδαν ψευδώς ότι οι Δωδεκανήσιοι ήταν απολύτως ικανοποιημένοι με την ιταλική διοίκηση και αδιαφορούσαν για την ένωση με την Ελλάδα.
Οι Δωδεκανήσιοι αποφάσισαν να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους στην ιταλική πολιτική οργανώνοντας ανήμερα του Πάσχα, 7 Απριλίου1919 συλλαλητήρια σε όλα τα νησιά τα οποία έλαβαν μεγάλες διαστάσεις . Οι κάτοικοι του χωριού (Βιλλανόβα) Παραδεισίου της Ρόδου συγκεντρώθηκαν έξω από την εκκλησία, φωνάζοντας συνθήματα υπέρ της ένωσης των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα, με πρωτοστάτες τους δασκάλους και τους ιερείς του χωριού. Οι ιταλικές αρχές επιχειρούν να παρεμποδίσουν τη συγκέντρωση αντιτάσσοντας ένοπλη βία Συνέλαβαν ως υπεύθυνους της διαδήλωσης τους δασκάλους, Κωνσταντίνο Πανταζή και Νικόλαο Μαγκαφά, αλλά η σύλληψή τους προκάλεσε την αντίδραση των παρευρισκόμενων, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν ότι το αίτημα ήταν καθολικό, επομένως θα έπρεπε να συλληφθεί όλο το χωριό.Η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου και οι ιταλικές αρχές δεν δίστασαν να σκοτώσουν τον 62χρονο ιερέα Παπαλουκά, έναν από τους πρωτεργάτες της αντίστασης στο χωριό.
Ο αγώνας αυτός όμως δεν ευοδώθηκε γρήγορα, γιατί ναι μεν κατά το σύμφωνο Βενιζέλου-Τιττόνι το 1919 και την Συνθήκη των Σεβρών το 1920, η ιταλική κυβέρνηση δεσμεύθηκε να παραχωρήσει αυτονομία στην Ρόδο και να συναινέσει στην ενσωμάτωση των υπολοίπων Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Όμως, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή η Ιταλία επωφελούμενη από την αρνητική εξέλιξη των γεγονότων για την Ελλάδα κήρυξε έκπτωτες τις ειδικές συμφωνίες για τα Δωδεκάνησα και με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 κατά την οποία «η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων…», προσαρτά επίσημα πλέον τα Δωδεκάνησα.
Κως
1) Απαγχονισμοί
Η Κως είναι το μοναδικό νησί των Δωδεκανήσων , που έχει απαγχονισμούς γυναικών την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Η θηριωδία αυτή ήταν η τελευταία πράξη κατοχικής εξουσίας σε βάρος απλών βοσκών και αθώων γυναικών. Με την εμφάνιση το 1943 του πρώτου πυρήνα κατασκοπείας και συνδέσμου με το συμμαχικό κλιμάκιο της Αλικαρνασσού, οι κτηνοτρόφοι που είχαν τις μάνδρες τους στις βραχώδεις περιοχές και στα βουνά τέθηκαν στη διάθεση του και με κίνδυνο της ζωής τους βοηθούσαν τις μετακινήσεις των περιπόλων του Ιερού Λόχου και των Κώων συνεργατών τους για την ανίχνευση των θέσεων του εχθρού, μετέφεραν μηνύματα των ελλήνων αξιωματικών, βοηθούσαν στη φυγάδευση ελλήνων και Ιταλών στις απέναντι ακτές.
Πρόσφεραν με αυτοθυσία πολύτιμες υπηρεσίες στην υπόθεση της αντίστασης ενάντια στο Γερμανό κατακτητή. Ενώ οι σύζυγοι, μανάδες και αδελφές τους έπαιξαν βοηθητικό ρόλο φροντίζοντας μέλη των δικτύων, ακόμη και Ιταλούς φυγάδες .
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1945 αποβιβάστηκε σε ερημική παραλία μια νέα περίπολος του Ιερού Λόχου για τη συγκέντρωση στρατιωτικών πληροφοριών, η οποία έμεινε στο σπίτι ενός βοσκού. Η παρουσία των ξένων προδόθηκε στους Γερμανούς, αλλά πρόφθασαν να απομακρυνθούν, αφού παρέδωσαν στην οικογένεια στρατιωτικό υλικό και τρόφιμα για να τα κρύψουν. Όμως γερμανική δύναμη συνέλαβε τους βοσκούς και τις γυναίκες, επειδή δεν είχαν προφθάσει να εξαφανίσουν τα είδη της περιπόλου, κατηγορώντας τες επίσης ότι τροφοδοτούσαν Άγγλους κομάντος. Ο απλοϊκός βοσκός Θεόκριτος Κώστογλου και οι δύο αθώες γυναίκες Ανεζούλα Πατάκου- Τρουμούχη , 30 ετών έγκυος και Σταματία Περή , 27 ετών θα οδηγηθούν στην αγχόνη στις 4 τα ξημερώματα της 16ης Απριλίου 1945, στην Πλατεία του Πλατάνου του Ιπποκράτη . Ήταν τα τελευταία θύματα της γερμανικής θηριωδίας στο νησί.
2) Δασκάλες των Κρυφών Σχολειών
Η πολιτική ιταλοποίησης της ελληνικής παιδείας προκάλεσε – όπως ήταν φυσικό- τη μαζική αντίδραση δασκάλων και μαθητών. Ηρωικοί δάσκαλοι και δασκάλες δίδασκαν με κίνδυνο της ζωής τους την ελληνική γλώσσα και ιστορία είτε στα ιταλικά σχολεία αρχικά είτε στα σπίτια . Το ίδιο καθεστώς συνεχίστηκε και όταν κυριάρχησαν οι Γερμανοί.
Ξεχωρίζουν οι δυο δασκάλες των κρυφών Σχολειών στα δύσκολα χρόνια της κατοχής.:
Η Αννέτα Κοντογεωργιάδου- Λαουμτζή η οποία μετά τη μικρασιατική καταστροφή βρέθηκε στην Κω χήρα με τα δυο της παιδιά, εργάστηκε ως Δασκάλα μέχρι το 1937.
Μετά το κλείσιμο των ελληνικών Σχολείων, στα χρόνια 1938-1944 , αψηφώντας τους κινδύνους, δίδασκε τα ελληνικά γράμματα με πάθος και πίστη στο σπίτι της. Συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Ιταλούς . Μετά την αποφυλάκισή της παρά τον κλονισμό της υγείας της, συνέχισε το έργο της. Το εθνικό και παιδαγωγικό έργο της αναγνωρίστηκε από την πολιτεία και από τον Δήμο της Κω με τον εντοιχισμό μαρμάρινης πλάκας στο σπίτι που λειτούργησε ως Κρυφό σχολειό.
Η Τασία Σεβαστού – Τσάμπαλη (1908-2005) από την Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας μετά τις πρώτες τουρκικές διώξεις εγκαταστάθηκε με την οικογένεια της στην Κω(1914) .
Το Σεπτέμβριο του 1943 ίδρυσε στο σπίτι της Κρυφό Σχολειό. Παρά τις υποψίες του ιταλού Επιθεωρητή, συγκέντρωνε άφοβα κάθε μέρα τα παιδιά και τους δίδασκε ελληνικά και πατριδογνωσία .
Στις εκδηλώσεις της 9ης Μαίου 1945 δέκα ομάδες μαθητριών του Κρυφού Σχολειού συμμετείχαν με τις λευκές στολές τους και το λάβαρο που ετοίμαζαν επί 7 μήνες κρυφά για τη στιγμή αυτή . Το ιστορικό Λάβαρο δωρίθηκε από την ίδια και κοσμεί την Ιπποκράτειο Δημοτική Βιβλιοθήκη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Κογιόπουλου Κων/νου: «Η ιστορία της Ιατρικής στη Δωδεκάνησο»
2. Μαρκόγλου Αλέκου: «Κωακό Πανόραμα 1900-1948» έκδοση Πνευματικού Κέντρου Δήμου Κω,1992
3. Χατζηβασιλείου Βασίλη: « Ιστορία της νήσου Κω, Αρχαία- Μεσαιωνική- Νεότερη»,έκδοση Δήμου Κω, 1990
4. Προφορικές μαρτυρίες και πληροφορίες
Κάλυμνος
Ο Πετροπόλεμος του 1935
Μετά την απόφαση της ιταλικής διοίκησης για το Αυτοκέφαλο της εκκλησίας με την οποία συμφώνησαν και οι τοπικοί Μητροπολίτες , οι Καλύμνιοι αντέδρασαν δυναμικά.
Στις 6 Απριλίου όταν πάλι οι ίδιοι κληρικοί θέλησαν να ανοίξουν την Μητρόπολη για την ακολουθία ο λαός τους υποδέχθηκε με αποδοκιμασίες. Οι εκπρόσωποι του ιερού κλήρου κηρύττουν επίσημα την εκκλησία σε διωγμό.
Στις 7 Απριλίου από τα χαράματα οπλισμένοι καραμπινιέρηδες και αγήματα πεζοναυτών περιπολούν στην Πόθια. Οι ίδιοι εξωμότες ιερείς επιχειρούν να τελέσουν την ακολουθία της Κυριακής. Όμως ο λαός της Καλύμνου που συνέρρεε από παντού τους υποδέχεται με λιθοβολισμούς και αποδοκιμασίες. Οι καραμπινιέρηδες και οι στρατιώτες αρχίζουν να κακοποιούν τον γυναικόκοσμο. Δασκάλες, απλές γυναίκες του λαού, αλλά και οι μοναχές της μονής Ευαγγελισμού του Άργους με επικεφαλής την 80χρονη ηγουμένη Μαγδαληνή, κρατώντας τον σταυρό επιχειρούν να φτάσουν στο Χριστό.
.
Από το ίδιο βράδυ άρχισαν οι συλλήψεις των υπευθύνων των διαδηλώσεων. Κληρικοί και λαϊκοί κατά δεκάδες συνελήφθησαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν Ανάμεσα τους και πολλές γυναίκες, όπως οι δασκάλες Σεβαστή Μάγκου,Θεμελίνα Ζερβού,Καλοτίνα Κουσκούτη ως και τις Ελένη Γαλανού, Άννα Φουντή, Άννα Κουλιανού, Ελένη Σκαρούλη,Ευδοκία Καραπιπέρη, Μαρία Βαπόρη , Αικατερίνη Κάτρη.
Τους σωρούς με τις πέτρες που βρέθηκαν εκεί που έγινε ο φόνος του Καζώνη, καταγράφουν οι ίδιοι οι Ιταλοί στα ιταλικά αρχεία θέλοντας να αποδείξουν πως οι διαδηλωτές δεν ήταν άοπλοι αφού είχαν τις πέτρες.
Από εργασία της κ. Μαρίας Ζαΐρη, φιλολόγου
Νίσυρος
Πώς η ευφυΐα και η επινοητικότητα των γυναικών της Νισύρου έσωσε τους άνδρες του νησιού από τα αντίποινα των Γερμανών.
Όταν η Ιταλία καταπονημένη από τον πόλεμο αναγκάστηκε να υπογράψει την περίφημη «Ανακωχή» με τους Συμμάχους το 1943, πολλοί Ιταλοί στρατιώτες το θεώρησαν ταπεινωτικό και δεν παρέδωσαν τα όπλα τους στη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση που είχαν περιέλθει στο μεταξύ τα νησιά, όπως τους ζητήθηκε. Αρκετοί κήρυξαν ανταρτοπόλεμο. Οι Ναζί με τη σκληρότητα που τους διέκρινε εξαπέλυσαν ένα ανελέητο κυνηγητό για να συλλάβουν τους απείθαρχους. Τους τουφέκιζαν όπου τους ανακάλυπταν ή τους κρατούσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Ρόδο κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Όσοι επιζούσαν των στρατοπέδων και των πλοίων που τους προωθούσαν στον Πειραιά στοιβαγμένοι στα αμπάρια σαν ζώα, στέλνονταν στα ακόμη φρικτότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας. Αυτό το γνώριζαν οι νησιώτες και δεν ήταν λίγοι που με κίνδυνο βοήθησαν πολλούς Ιταλούς, όπως έγινε γνωστό μετά τον πόλεμο.
Στη Νίσυρο γύρω στο 1944, όταν οι εχθροπραξίες ανάμεσα στους πρώην συμμάχους Ιταλούς και Γερμανούς είχαν φθάσει στο αποκορύφωμα, ένας Ιταλός, έστησε καρτέρι σ’ ένα στενό του νησιού και σκότωσε έναν Γερμανό στρατιώτη. Τα αντίποινα σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήταν σκληρά.
Οι νησιώτες, που γενικά είναι μαλακοί και πονετικοί άνθρωποι, αν και είχαν περάσει μέσα από μία ιταλική κατοχή, που στα χρόνια του Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκκι, είχε γίνει ακόμη σκληρότερη, λυπόντουσαν τους Ιταλούς που περιφέρονταν πεινασμένοι σε άθλια κατάσταση και κρύβονταν σε σπηλιές ή όπου έβρισκαν για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Αν και πολλοί γνώριζαν ποιος ήταν ο υπαίτιος του φόνου του Γερμανού , κανείς δεν ήταν πρόθυμος να τον καταδώσει. Το αποκορύφωμα, όταν ο αξιωματικός ζήτησε να δει τη σορό του δολοφονημένου στρατιώτη, ήταν άφαντη. Ο θυμός του μεγάλωσε κι άλλο, τόσο που ήταν αποφασισμένος να κάνει τους υπαίτιους της απαγωγής του νεκρού να το πληρώσουν πολύ ακριβά. Διέταξε έρευνα να ανακαλύψουν ποιοι είχαν απαγάγει τη σορό και πού βρισκόταν.
Η φρουρά του νησιού μέσα σε λίγη ώρα οδήγησε τον αξιωματικό σ’ ένα σπίτι, όπου στη μέση της νησιώτικης σάλας του, πάνω σ’ ένα τραπέζι σε μία σανιδένια κάσα κειτόταν ο νεκρός φρεσκοπλυμένος, με τη στρατιωτική στολή του πλυμένη και σιδερωμένη. Ένας πλήθος γυναικών μαυροφορεμένων με τα μαλλιά τους ξέπλεκα, σε ένδειξη πένθους, μοιρολογούσαν τον ξένο νεκρό μ’ ένα θρηνητικό μοιρολόι που ράγιζε καρδιές. Τον μοιρολογούσαν όπως θα έκαναν με ένα οικείο νεκρό. Πλήθος λουλούδια κομμένα από τους κήπους τους σκορπισμένα στην κάσα, ενώ λιβάνι και κεριά έκαιγαν στον φτωχικό χώρο. Ο Γερμανός αξιωματικός έμεινε εμβρόντητος με ό,τι διαδραματιζόταν εκεί μέσα. Ο διερμηνέας του είπε, ότι οι γυναίκες αυτές μοιρολογούσαν τον νεκρό, μιας και η μάνα του ήταν μακριά στην πατρίδα του, ώστε να μην πάει άκλαυτος στον άλλο κόσμο. Ήταν μιας μάνας γιος κι αυτός, είπαν. Ο αξιωματικός αρχικά ήταν πολύ δύσπιστος, μήπως όλο αυτό δεν ήταν παρά μια καλοστημένη παράσταση των γυναικών, μια φάρσα για να γλιτώσουν τους γιους, τους συζύγους και τους αδελφούς τους από τα αντίποινα που είχε εξαγγείλει σε περίπτωση που δεν κατέδιδαν τον δολοφόνο του στρατιώτη και τους απαγωγείς της σορού. Οι γυναίκες δε δείλιασαν μπροστά σ’ αυτή την απειλή, κι επανέλαβαν ό,τι και την πρώτη φορά, ότι δηλαδή κατευόδωναν τον νεκρό στρατιώτη για τον άλλο κόσμο σαν να ήταν δικός τους γιος.
Όλοι γνώριζαν ότι η ζωή ενός Γερμανού αξίζει με δέκα, είκοσι ή και παραπάνω ζωές Ελλήνων, σε κάποιες περιπτώσεις.. Έτσι ο αξιωματικός που ήρθε αποφασισμένος να αποδώσει “δικαιοσύνη” κοινώς αντίποινα, συγκινήθηκε από την ανιδιοτέλεια αυτών των γυναικών που με κίνδυνο της ζωής τους έκαναν όλο αυτό το τελετουργικό για έναν ξένο νεκρό, που επιπλέον ήταν και εχθρός. Έτσι έφυγε άπραχτος από το νησί.
Χάρη στον ευφυή τρόπο που επινόησαν οι αδάμαστες γυναίκες της Νισύρου , αλλά και στην ευσπλαχνία που έδειξαν για τον νεκρό στρατιώτη κατάφεραν όχι μόνο να μην αποκαλύψουν και στείλουν στο απόσπασμα τον Ιταλό που τον δολοφόνησε, αλλά κυρίως να σώσουν από τα αντίποινα τους άνδρες του νησιού. Δε γνωρίζουμε άλλη περίπτωση που να μην ασκήθηκαν αντίποινα για δολοφονία Γερμανού τον καιρό του πολέμου.
Από εργασία της συγγραφέως, κ. Τίτσας Πιπίνου
Κάρπαθος
Η εξέγερση των γυναικών του χωριού Όλυμπος της Καρπάθου το Πάσχα του 1936 ενάντια στους Ιταλούς, κατά τη διάρκεια της γενικής απογραφής του πληθυσμού.
Όταν το 1936 ο κυβερνήτης Μάριο Λάγκο έδωσε εντολή απογραφής του πληθυσμού των νησιών, δηλαδή εκτός από την απογραφή των κατοίκων, να απογραφούν επαγγέλματα, ζώα και περιουσιακά στοιχεία, οι κάτοικοι της Καρπάθου αντέδρασαν, όπως έκαναν και με την απογραφή του 1921. Οι κάτοικοι του χωριού Όλυμπος όμως αντέδρασαν πιο έντονα, γιατί ήταν δύσπιστοι με τα κυβερνητικά διατάγματα και γιατί φοβήθηκαν ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε βαρύτερη φορολογία καθώς και τη στράτευση των νέων στον ιταλικό στρατό. Ήδη τότε μαινόταν ακόμη ο αποικιοκρατικός πόλεμος της Ιταλίας στην Αιθιοπία και οι προετοιμασίες του ιταλικού στρατού για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που θα ακολουθούσε σε λίγα χρόνια, είχαν αρχίσει. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να στρατολογηθεί στον στρατό των κατακτητών. Οι Ολυμπίτες αποφάσισαν να ματαιώσουν την απογραφή με την κινητοποίηση των γυναικών, πιστεύοντας ότι οι Ιταλοί καραμπινιέροι δε θα χτυπούσαν ούτε θα πυροβολούσαν τις γυναίκες.
Tην επομένη, είκοσι πέντε γυναίκες συλλαμβάνονται και κλείνονται στη φυλακή. Είναι όμως μια άσκοπη ενέργεια, γιατί οι γυναίκες δεν αποχωρούν και συνεχίζουν να πολιορκούν το σπίτι του δημάρχου, ενώ άλλες παραμένουν στα δώματα με φουρναρόξυλα και πέτρες κραυγάζοντας ενάντια στους βαριά οπλισμένους άνδρες της διοίκησης για να τους τρομοκρατήσουν.
Στο τέλος ο μαρεσάλος Παστόρε φοβούμενος μια γενικότερη σύρραξη που θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλα χωριά, μη μπορώντας να τα βάλει με τις εξαγριωμένες γυναίκες, αναγκάστηκε να αποχωρήσει και να αρκεστεί για την απογραφή στα ληξιαρχικά αρχεία που τηρούσαν στο Δημαρχείο. Η απογραφή σύμφωνα με τις ακριβείς οδηγίες της ιταλικής Διοίκησης, casa per casa, δεν έγινε ποτέ χάρη στις γυναίκες της Καρπάθου.
Από εργασία της συγγραφέως, κ. Τίτσας Πιπίνου
Σύμη
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
Κατά το 1885 ο τότε Κεμάλ Πασάς της Ρόδου,επειδή μισούσε θανάσιμα τους χριστιανούς αποφάσισε να καταργήσει βίαια τα προνόμια των Δωδεκανησίων που απολάμβαναν, με βάση το φιρμάνι του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄το 1835 και επικυρωμένα από τον περίφημο Χάτι Χουμαγιούν το 1856, πάντα με την εγγύηση των μεγάλων δυνάμεων.
Έφθασε στη Σύμη με τούρκικα πλοία και απαίτησε από τους Δημογέροντες να υπογράψουν τη διαταγή του. Μπροστά στον κίνδυνο αυτόν όλες οι γυναίκες της Σύμης κατέβηκαν απειλητικές στο λιμάνι έχοντας αντί για όπλα, πετρέλαιο και δαυλούς αναμμένους. Ο Πασάς επέστρεψε οργισμένος στο πλοίο του και εμήνυσε ότι θα βομβαρδίσει το νησί. Αμέσως απέκλεισε το νησί και διέταξε τα χαρέμια των τούρκων υπαλλήλων να μεταφερθούν με πλοίο στη Ρόδο. Λόγω του αποκλεισμού ήταν αδύνατον να ενημερωθούν από τους Συμιακούς τα Προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων στη Ρόδο για να προστρέξουν σε βοήθεια.
Από την απελπιστική θέση τους έβγαλε η Δευθύντρια του Παρθεναγωγείου Ρόδου, Παρασκευή Λορεντζιάδου, κόρη αγωνιστή του 1821,η οποία βρισκόταν εκτάκτως στη Σύμη και ζήτησε άδεια από τον Πασά να ταξιδέψει με τα χαρέμια για να επιστρέψει στη θέση της. Οι Συμιακοί την παρακάλεσαν να μεταφέρει μυστικά έγγραφα προς τον Πρόξενο της Ρόδου για να ενεργήσει άμεσα κι εκείνη χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο, με γενναιότητα ανέλαβε την αποστολή αν και γνώριζε τις συνέπειες για την ίδια και τα παιδιά της, αν την ανακάλυπταν.
Η αποστολή εξετελέσθη και ο Πασάς διατάχθηκε να λύσει αμέσως τον αποκλεισμό της Σύμης που διήρκεσε 14 ολόκληρες ημέρες.
Η ηρωική πράξη της Διευθύντριας που έσωσε τη Σύμη κρατήθηκε για καιρό μυστική για τον φόβο των αντιποίνων.
Κάσος
Το Ολοκαύτωμα
Η Κάσος λόγω της γεωγραφικής της θέσης αλλά και της ναυτικής δύναμης που διέθετε, αποτελούσε σημαντικότατο έρεισμα των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων στο Αιγαίο Πέλαγος και κύριο στήριγμα της Κρήτης, την εξέγερση της οποίας οι Κάσιοι υπερασπίστηκαν με επιτυχία. Τό 1824, ο πληθυσμός της Κάσου είχε φθάσει στίς 7.000 καί ο εμπορικός της στόλος αποτελείτο από 100 πλοία, τα οποία οι Κασιώτες είχαν εξοπλίσει με κανόνια. Κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης ο εξοπλισμένος στόλος της Κάσου, από τους σημαντικότερους νησιωτικούς στόλους της Μεσογείου, τέθηκε στην υπηρεσία του Aγώνα Για το λόγο αυτό, αλλά και διότι πλοία των Κασίων είχαν πραγματοποιήσει σειρά επιθετικών ενεργειών σε βάρος αιγυπτιακών και τουρκικών καραβιών, το νησί έγινε στόχος των οθωμανικών αρχών. 45 πλοία και 4.000 στρατιώτες, υπό τον Χουσεΐν Μπέη επιτέθηκαν για να αφανίσουν τους ανθρώπους εκείνους που τόλμησαν με γενναιότητα και παλικαριά, να δηλώσουν «παρών» στον αγώνα του Έθνους. Στην πολιορκία του νησιού, οι Κασιώτες έδωσαν μόνοι τους μια μάχη άνιση απέναντι στον αιγυπτιακό και οθωμανικό στόλο. Από τις 17 Μαίου οι Κασιώτες, διαβλέποντας τον άμεσο κίνδυνο, έστειλαν δεκάδες επιστολές στην ελληνική κυβέρνηση του Κουντουριώτη, του Κωλέττη καί του Μαυροκορδάτου, εκλιπαρώντας για βοήθεια, όμως η Διοίκηση ήταν απασχολημένη με τον εμφύλιο πόλεμο και την εξόντωση των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου. Οι Κασιώτες αγωνιστές με αρχηγούς τους Μάρκο Μαλιαράκη και Ιωάννη Γρηγοριάδη, μόνοι αντιστάθηκαν σθεναρά, αλλά στις 7 Ιουνίου 1824, ο αιγυπτιακός στόλος με τη βοήθεια Τουρκαλβανών κατέστρεψε το νησί ολοσχερώς. Τραγικός ο απολογισμός. Θανατώθηκαν 2.000, αιχμαλωτίστηκαν 500 και 2.000 όμορφες γυναίκες με τα παιδιά τους μεταφέρθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν στα γύρω νησιά.
Η Κάσος, όπως και η Χίος και τα Ψαρά, έγινε σύμβολο αγώνα και θυσίας αλλά και αναγέννησης.
Όταν μετά από λίγο καιρό ο Αλγερινός Γιβραλτάρ συνάντησε το Γάλλο ναύαρχο Δεριγνί, τού είπε κομπάζοντας: «Η Κάσος σβήστηκε από το χάρτη. Δεν αφήσαμε ούτε ρουθούνι ζωντανό…»
Ο Γάλλος εκνευρισμένος με την αλαζονεία του μουσουλμάνου, του απάντησε: «Αγαπητέ μου, δεν έκανες τίποτα σπουδαίο. Οι Έλληνες θα επανέλθουν και θα αναγεννηθούν από τις στάχτες τους, όπως ο μυθικός Φοίνιξ της Ελληνικής μυθολογίας».
Μαίρη Φάκκου
Πρόεδρος Παραρτήματος της Ε.Γ.Ε. στην Κω
Ένωση Γυναικών Ελλάδας, www.ege.gr