You are currently viewing Η συμβολή της Κύπρου στην Εθνική Παλιγγενεσία του 1821

Η συμβολή της Κύπρου στην Εθνική Παλιγγενεσία του 1821

Η Ανάσταση του Έθνους. Η Εθνική μας Παλιγγενεσία. Η αναγέννηση του Φοίνικα από τη στάχτη του. Τούτα κι άλλα πολλά υπογραμμίζουν την ουσία του 1821. Πάντως, το νόημα είναι ένα: Η Ελλάδα -με ότι τούτο συνεπάγεται- να την, που ξεπετάγεται μέσα από τις φλόγες, να την, που ξανά παρουσιάζεται, διεκδικώντας την πρότερη θέση της στην ιστορία! Γιατί το 1821 ήταν αναμφίβολα η συνέχεια μιας πολύχρονης και ένδοξης ιστορίας, που με τον τρόπο αυτό, ξανά γεννιέται και συνεχίζεται. Το παρελθόν ξανασμίγει με το παρόν και μαζί προσβλέπουν στο μέλλον, ένα μέλλον ολόλαμπρο. Τότε, το 21, η ιδέα, το πνεύμα, οι μύθοι, ο Παρθενώνας, το δωδεκάθεο του Ολύμπου, ο ουρανός και η θάλασσα, όλα τούτα σμίγουν ξανά, και ξεσηκώνουν τον ταλαιπωρημένο Ρωμιό σπρώχνοντας τον να λύσει τα δεσμά του, που τελικά κομματιάζονται, και τον μετατρέπουν σε ένα άξιο νεοέλληνα. Τον μεταμορφώνουν από σκλάβο σε κυρίαρχο του χώρου, αυτού του χώρου που τον γέννησε και που τον ανάθρεψε για αιώνες και για χιλιετίες.

Όμως, σκοπεύω να ασχοληθώ με το θέμα αυτό από μια άλλη γωνία. Θα το ιδώ και θα το αναλύσω μέσα από το πρίσμα της συμβολής της Κύπρου στον τιτάνιο αγώνα του Ελληνισμού κατά των Τούρκων, στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης. Και θα χρησιμοποιήσω σε κάποια σημεία της αναφοράς μου μια μαρτυρία ατράνταχτη, τη πέννα του εθνικού μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, ο οποίος αποδίδει στην κυπριακή ντοπιολαλιά την εποχή του21, ντόμπρα και παραστατικά, αναδεικνύοντας παράλληλα το πνεύμα μα και τη ψυχή του τόπου τούτου που κατάφερε να κρατήσει για χιλιετίες τις ελληνικές ρίζες φυτεμένες στο χώμα του, ποτισμένες από ατόφιο πνεύμα Ελληνικό. Γράφει λοιπόν ο Μιχαηλίδης απλά κι απέριττα:

Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκ̌αιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ’εξαλείψει,
κανένας, γιατί σ̌κ̌έπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!

Τούτη λοιπόν η Ρωμιοσύνη! Τέσσερεις στίχοι που την αποδίδουν σ’ όλο το μεγαλείο της. Μα ας τοποθετηθούμε και διαχρονικά με ένα ακόμα απέριττο στίχο του:

Αντάν αρκέψαν οι κρυφοί ανέμοι κ’ εφυσούσαν
κι αρχίνησε εις την Τουρκιάν να κρυφοσυνεφκιάζει
είχεν σγιαν είχαν ούλοι τους κ’ η Κύπρου το κρυφό της
μες στους ανέμους τους κρυφούς είχεν το μερτικόν της.

Κι αφού μας βάζει με τρόπο στιβαρό και λιγόλογο στα σωστά πλάνα συνεχίζει:

Κι αντάν εφάνην η αστραπή εις του Μοριά τα μέρη
κ’ εξάπλωσεν κι ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
κι ούλα ξηλαμπρακήσασιν και θάλασσα και ξέρη,
είχεν σγιαν είχαν ούλοι τους κ’ η Κύπρου τα κακά της.

Κρίνω πως στο σημείο αυτό οφείλω να κάμω μερικές διευκρινήσεις. Όταν άρχισε να σιγοβράζει και να φουντώνει σιγά-σιγά η ιδέα της επανάστασης των σκλαβωμένων Ελλήνων έναντι του τούρκου δυνάστη της, τα μηνύματα έφταναν στη Κύπρο μέσω διαφόρων φιλικών, που επισκέπτονταν κρυφά το νησί αιτώντας τη συμβολή της Κύπρου στον αγώνα. Η Φιλική Εταιρεία λοιπόν, γνωστοποίησε έγκαιρα στον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και τους υπόλοιπους ιεράρχες τη δρομολογημένη ήδη επανάσταση. Συζητήθηκε η περίπτωση εξέγερσης και στη Κύπρο. Μα τελικά, αποφασίστηκε να μην εμπλακεί το νησί στον ένοπλο αγώνα, καθώς η γεωγραφική της θέση καθιστούσε κάτι τέτοιο πολύ δύσκολο, ως αδύνατο. Αντί τούτου, αποφασίστηκε η συμβολή του νησιού να εκδηλωθεί σαν υλική βοήθεια πράγμα που εγγυήθηκε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Από αυτό και μόνο προκύπτει, πως ο Αρχιεπίσκοπος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας, παρά το γεγονός ότι η ημερομηνία μύησης του και το όνομα του μυητή παραμένουν άγνωστα. Ανάμεσα στους φιλικούς που επισκέφθηκαν τη Κύπρο συγκαταλέγονται ο Ανδρέας Μιαούλης και ο Δημήτριος Ίπατρος, ενώ τον Οκτώβριο του 1820 ο Αντώνιος Πελοπίδας ήρθε στην Κύπρο, ως απεσταλμένος του Αλέξανδρου Υψηλάντη για να παραλάβει την οικονομική εισφορά του Αρχιεπισκόπου, προσκομίζοντας επιστολή, η οποία έχει διασωθεί και αναφέρει αποσπασματικά τα ακόλουθα:

«Μακαριότατε και φιλογενέστατε Δέσποτα,

Ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος Ίπατρος με εβεβαίωσε περί της γενναίας συνεισφοράς, την οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόν διά το Σχολείον της Πελοποννήσου. Όθεν, ως γενικός έφορος του Σχολείου τούτου, κρίνω χρέος μου απαραίτητον να ευχαριστήσω την Υμετέραν Μακαριότητα και να την ειδοποιήσω ότι η έναρξις του Σχολείου εγγίζει. Διά τούτο λοιπόν στέλνω εξεπίτηδες τον Κύριον Αντώνιον Πελοπίδαν, άνδρα ενάρετον, φιλογενή και πάσης πίστεως άξιον διά να την βεβαιώσω και διά ζώσης φωνής την όσον ούπω ανέγερσιν του ιερού τούτου καταστήματος: Άς ταχύνη λοιπόν η υμετέρα Μακαριότης να εμβάση τόσον της υμετέρας Μακαριότητας τας συνεισφοράς, όσον και των λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς, είτε είναι ζωοτροφίας προς τον εν παλαιά Πάτρα της Πελοποννήσου Κύριον Ιωάννην Παππά Διαμαντόπουλον, συντροφεύουσα αυτάς ή με άνθρωπόν της επίτηδες ή με τον κομιστήν του παρόντος μου. Ων δε εύελπις, ότι ή υμετέρα Μακαριότης θέλει φιλοτιμηθή να δείξη την συνεισφοράν αξίαν του μεγάλου ζήλου και πατριωτισμού Αυτής τε και όλου της του ποιμνίου, εξικετεύω τας μακαρίους Αυτής ευχάς και μένω με βαθύ σέβας της υμετέρας Μακαριότητος τέκνον ευπειθές. Αλέξανδρος Υψηλάντης»

Θεωρώ σαν περιττολογία να αναφέρω πως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σαν «Σχολείο της Πελοποννήσου» υπονοούσε την επικείμενη επανάσταση του 1821. Επίσης, σημειώνω ως κατακλείδα, πως οι Φιλικοί που επισκέπτονταν την Κύπρο φιλοξενούνταν συνήθως σαν μαθητές στο υπόγειο του Παγκυπρίου Γυμνασίου, που βρίσκεται απέναντι από την Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία. Από εκεί, ξεκινούσε υπόγειο λαγούμι που έφτανε ως τα ενετικά τείχη της Λευκωσίας, πιο συγκεκριμένα στη Πύλη της Αμμοχώστου σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου από το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Τούτο, αποτελούσε τρόπο διαφυγής κατά τα σκοτεινά χρόνια της τουρκοκρατίας. Δια μέσου αυτού, λέγεται πως διέφυγε τη σύλληψη και ο Α. Μιαούλης όταν επισκέφτηκε την Κύπρο. Παρόλες όμως τις προσπάθειες να φανεί η Κύπρος στα μάτια των Τούρκων σαν ουδέτερη, δεν κατάφερε τελικά να γλυτώσει από την τούρκικη μανία. Αυτό εκδηλώθηκε στις 9 του Ιούλη του 1821 και πήρε τον χαρακτήρα μαζικών απαγχονισμών και καρατομήσεων. Συγκεκριμένα, ο τούρκος σουλτάνος διέταξε τον οθωμανό διοικητή Κουτσιούκ Μεχμέτ να προχωρήσει σε μαζικές εκτελέσεις. Το δράμα κορυφώθηκε με τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού σε μια συκαμινιά στη πλατεία του Σεραγίου. Την ίδια μέρα ακολούθησαν οι αποκεφαλισμοί τριών μητροπολιτών, του Χρύσανθου της Πάφου, του Μελέτιου του Κιτίου και του Λαυρέντιου της Κερύνειας. Τα λείψανα τους δόθηκαν την επομένη σε ομάδα ιερέων, οι οποίοι τα έθαψαν στον περίβολο του ναού της Παναγίας Φανερωμένης στη Λευκωσία, όπου μεταγενέστερα κτίστηκε μαυσωλείο. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν ως τις 14 Ιουλίου και είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 486 ανθρώπων, κυρίως προεστών και προκρίτων. Όλα τούτα τα απέδωσε ποιητικά ο Βασίλης Μιχαηλίδης, απευθυνόμενος προς τον πασά:

«Σφάξε μας ούλους κ̌ι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκ̌ιν,
κάμε τον κόσμον μακ̌ελλειόν κ̌αι τους Ρωμιούς τραούλλια, αμμάξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκ̌ιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσ̌ια παραπούλια. Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται, μα πάντα κ̌είνον τρώεται κ̌αι κ̌είνον καταλυέται!»

Κι αφού με τα πύρινα τούτα λόγια φάνηκε πως ξεθυμαίνει κάπως ο ποιητής, στρεφόμενος προς τον απαγχονισμένο Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό μοιάζει να τον εκλιπαρεί: Συ που σκοτώθης για το φως, σήκου να δεις τον ήλιο, ξύπνα να δεις το γαίμα σου πως έγινε βασίλειο.

Υστερότερα, η Τουρκία -κάτω από τις κρατούσες τότε συνθήκες- παραχώρησε την Κύπρο στην Αγγλία το 1878, πράγμα που ως ένα βαθμό επέτρεψε στον καταδυναστευόμενο λαό να αναπνεύσει λίγο και να προσπαθήσει να επουλώσει κάποιες από τις βαθιές πληγές του. Πάντα, ο ουσιαστικός πόθος των Ελλήνων της Κύπρου ήταν η ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Ο πόθος αυτός εκδηλώθηκε πέρα από τα λόγια και με πράξεις. Αφού είδαν και απόειδαν οι Κύπριοι, αποφάσισαν να κάμουν ενωτικό δημοψήφισμα και να διαμορφώσουν ένα μανιφέστο, το οποίο σε χρόνο ρεκόρ υπογράφτηκε από όλους τους κυπρίους και παραδόθηκε στον Άγγλο Κυβερνήτη της Κύπρου, για να το μεταφέρει στην βασίλισσα και την κυβέρνηση της Αγγλίας. Επειδή όμως περνούσε ο καιρός χωρίς να υπάρχει κάποια απάντηση ή κάποια ενέργεια από τους Άγγλους, ακολούθησαν τα Οκτωβριανά -το 1931- γεγονότα, κατά τα οποία ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους και κατέληξε στο κυβερνείο. Κι επειδή εκεί οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν όπλα και βία, ο αγανακτισμένος κόσμος εξαγριώθηκε μπήκε στο κυβερνείο και το έκαψε. Ακολούθησε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, στον οποίο η Ελλάδα υπήρξε πολύτιμος σύμμαχος της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία στο μεταξύ είχε καλέσει τα κράτη μέλη της Κοινοπολιτείας και τους ανθρώπους των αποικιών της να συν-στρατευθούν μαζί της, στον αγώνα κατά του ναζισμού. Βουίζουν ακόμα τα λόγια του πρωθυπουργού της Βρετανίας Τσόρτσιλ, ο οποίος -πλήρης θαυμασμού- έλεγε και επαναλάμβανε πως «από τώρα και εφεξής θα λέγεται ότι οι ήρωες πολεμούν όχι σαν ήρωες αλλά σαν Έλληνες». Λοιπόν, η ανταπόκριση των Κυπρίων για στράτευση, ήταν αθρόα και επιβλητική. Στρατεύθηκε η Κύπρος με τους Άγγλους μαζικά, ακριβώς γιατί πίστεψε πως με το τέλος του πολέμου, η Αγγλία θα υλοποιούσε την έντεχνα διαρρέουσα υπόσχεση της, πως επιτέλους θα συναινέσει στον προαιώνιο πόθο των Κυπρίων για ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Όμως, «έπεα πτερόεντα» ήταν όλα τούτα, τα οποία πήρε ο άνεμος και τα εξαφάνισε.

Μα στη Κύπρο συνέχισε να σιγοκαίει άσβεστη η ιδέα και ο πόθος για την ένωση. Πέρασαν έτσι δέκα χρόνια. Και ξαφνικά τη πρώτη του Απρίλη του 1955, νάτη που ξεπετιέται! Σαν πρωταπριλιάτικο ψέμα έσκασε το μαντάτο, πως άρχισε ο απελευθερωτικός ένοπλος αγώνας των Κυπρίων κατά των Άγγλων κατακτητών. Ένας αγώνας που τον έζησα σαν μαθητής, ένας υπέροχος αγώνας που ξεκίνησε με ιδανικά πανύψηλα, με άδολα ιδανικά, που μετέτρεψαν τον τόπο σε αρένα και τους σκλαβωμένους Κύπριους σε αρχαίους Έλληνες μαχητές. .Άγγιξαν οι σκλαβωμένοι το βάθρο των Σαλαμινομάχων και εκείνο των Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες. Αντέξαμε ένα πόλεμο για τέσσερα χρόνια, μέσα σε ένα νησί που το κατάκλυσε ο αγγλικός στρατός και που το πολεμούσε και ο τούρκος. Γιατί είναι γνωστή η αγγλική διπλωματία του «διαίρει και βασίλευε». Κατάφερε η Βρετανία να στρέψει ενάντια των Ελλήνων Κυπρίων τη μικρή τούρκικη μειονότητα του τόπου, απομεινάρι κι αυτή της τουρκοκρατίας, που όμως ζούσε ειρηνικά με τους Έλληνες. Μετά -ήταν φυσικό- να ανοίξει η όρεξη της τουρκιάς, και να διαιωνίζεται έτσι ένα πρόβλημα για 45 τόσα χρόνια.

 

Νίκος Αγγελίδης
MD, PhD, FRCS, FACA, FIUA

 

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Νίκος Αγγελίδης αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1965. Αναγορεύτηκε Διδάκτορας Ιατρικής (1970) και Διδάκτορας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (1979). Έχει τρεις ειδικότητες Ιατρικής -Γενικής Χειρουργικής (1969), Αγγειοχειρουργικής (1987) και Θωρακοχειρουργικής (1993)-.

Είναι Επισκέπτης Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ρώμης και Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας. Ως Διευθυντής του Χειρουργικού Τμήματος Καρδίας Αγγείων και Θώρακος του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, πραγματοποίησε με το επιτελείο του για πρώτη φορά στην Κύπρο εγχειρήσεις ανοικτής καρδίας. Εξέδωσε 12 ιατρικά και 14 λογοτεχνικά βιβλία, διοργάνωσε 38 διεθνή Ιατρικά Συνέδρια και έχει δημοσιεύσει 217 ιατρικές εργασίες.

×

ΚΑΛΑΘΙ