Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ ΠΡΙΝ ΤΟ 1821
Στα τετρακόσια χρόνια της τούρκικης σκλαβιάς, τη Μάνη την πυρπολούσαν οι φλόγες ενός ασίγαστου πολέμου. Παρά την τουρκική κατοχή του συνόλου του ελληνικού χώρου, οι Μανιάτες ποτέ δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα υπόδουλοι σαν τους κατοίκους της υπόλοιπης Ελλάδας.
Σε μια τόσο μεγάλη και αδιάκοπη πάλη των Μανιατών, δίπλα στον άντρα, στον αδελφό, στον πατέρα, στο παιδί, παίρνανε μέρος πάντοτε και οι γυναίκες της Λακωνίας. Ο γυναικείος πληθυσμός διαδραμάτιζε ενεργό ρόλο, σε ένα πλαίσιο ανάγκης για εντατική εκμετάλλευση της γης, των υδάτων, της χλωρίδας και της πανίδας αλλά και των συνεχών διενέξεων μεταξύ των οικογενειών, των πειρατικών επιδρομών και λεηλασιών (Λάζου,2021). Οι γυναίκες της Μάνης, φημισμένες για την γενναιότητά τους, συμμετείχαν ενεργά στην υπεράσπιση του τόπου τους στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, στα Ορλωφικά, στην επανάσταση του 1821.Οι γυναίκες αποτελούσαν μαζί με τα άλλα μέλη της οικογένειάς τους, τους άντρες και τα παιδιά τους, τα απαραίτητα εργατικά χέρια για την κατασκευή των πολυάριθμων ξηρολιθιών, που συγκρατούσαν το λιγοστό χώμα στις πλαγιές και για την καλλιέργεια της γης.
Όπως επισήμαναν ξένοι ταξιδιώτες που περιηγήθηκαν την περιοχή στα τέλη του 18ου αιώνα, οι γυναίκες εκπαιδεύονταν στα όπλα, ενέργεια που υπαγορευόταν τόσο από την οργάνωση της τοπικής κοινωνίας στο πλαίσιο της πατριάς (φάρας) όσο και από την ανάγκη συνδρομής όλης της κοινότητας στην αντιμετώπιση του εξωτερικού εχθρού. Οι Μανιάτισσες, όπως αναφέρει ο Άγγλος περιηγητής Τζον Μόριτ (Καρζής,1990), «σε περίπτωση εισβολής των Τούρκων αρματώνονταν όλοι, άνδρες και γυναίκες(…). «Οι Μανιάτισσες θεωρούσαν καταισχύνη να μείνουν στα μετόπισθεν την ώρα που οι σύζυγοί και οι γιοί τους κινδυνεύουν».
ΟΙ ΜΑΝΙΑΤΙΣΣΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΧΑΣΑΝ ΜΠΑΜΠΑ -1667
Η ΓΕΡΑΚΑΡΗ
Οι Τούρκοι είχαν δοκιμάσει κάμποσες φορές να υποτάξουν τη Μάνη. Μία από τις σημαντικές εκστρατείες τους είναι εκείνη του 1667, στη διάρκεια μιας από τις επαναστάσεις της Κρήτης, όταν Μανιάτες κουρσάροι οργάνωσαν νυχτερινή επιδρομή ενάντια στον Τουρκικό στόλο και του προξένησαν μεγάλες καταστροφές. Τότε ο μεγάλος βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλού, κάλεσε τον διαβόητο πειρατή Χασάν Μπαμπά, που ήταν τότε ο καλύτερος ναυτικός της Τουρκίας και του ανέθεσε να υποτάξει τη Μάνη μέσα σε τακτή προθεσμία. Ο Χασάν Μπαμπάς δέχτηκε και με ένα ισχυρό στολίσκο εμφανίστηκε στο Λακωνικό κόλπο. Πρότεινε στους Μανιάτες αμνηστία αν παραδοθούν κι εκείνοι απαντούν με τρομερές μπαταριές και χιλιάδες βόλια, παράλληλα συγκαλούν παρευθύς γενική συνέλευση στην Ανδραβίδα και τις Κιτριές και προστάζουν «να κρυφτούν τα γυναικόπαιδα στα βουνά»(Καρζής,1990).
Καθώς οι γυναίκες ανέβαιναν τα φοβερά εκείνα βουνά, κουβαλώντας στους ώμους τους την πενιχρή τους οικοσυσκευη και τις κατσίκες τους, έφτασε τρέχοντας κάποιος νεαρός σταλμένος από τον άντρα μιας Μανιάτισσας, και τη ρώτησε, σε ποιο μέρος είχε κρύψει το σπαθί και το ντουφέκι του φεύγοντας. Η γυναίκα που καταγόταν από την οικογένεια Γερακάρη, λεχώνα τριών ημερών, με το μωρό της στην αγκαλιά, που εκείνη την ώρα το θήλαζε, του αποκρίθηκε οργισμένη: -Πες στον άντρα μου να έρθει γρήγορα να φυλάξει τη γίδα και να κρατήσει το παιδί, γιατί εγώ πάω να βρώ τα όπλα του και να ξέρει ότι θα τα μεταχειριστώ καλύτερα από αυτόν! Ευθύς παραδίδει το βρέφος σε μία γριά που ερχόταν πίσω της και ροβολάει προς την παραλία. Οι άλλες γυναίκες, τη μιμούνται, τρέχουν πίσω της. Συναντούν τους άντρες τους που έρχονταν από την Ανδραβίδα και τις Κιτριές, μπαίνουν επικεφαλής τους και φτάνουν στην ακτή, την ώρα ακριβώς που ο Χασάν Μπαμπάς ετοιμαζόταν να αποβιβάσει τον κύριο όγκο του στρατού του. Οι ουρανομήκεις απειλητικές φωνές των γυναικών και οι άγριοι αλαλαγμοί των αντρών ανάγκασαν τον Χασάν να μην διακινδυνεύσει την απόβαση (Ξηραδάκη 1995:177). (Καρζής,1990 και Ξηραδάκη,1995 .
ΟΙ ΜΑΝΙΑΤΙΣΣΕΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΑΜΥΛΗΣ ΤΟ 1790
Δύο άλλοι επισκέπτες της Μάνης, οι αδελφοί Δήμος και Νικολός Στεφανόπολι (Καρζής,1990), εκθειάζουν τα πολεμικά κατορθώματα των γυναικών και την όλη συμπεριφορά τους, που τους θύμισε τις αρχαίες Σπαρτιάτισσες. Πολλές γυναίκες της Μάνης πήραν μέρος στη μάχη που έγινε έξω από την Καρδαμύλη το 1790 με τους τούρκους, όπως αναφέρουν οι αδελφοί Στεφανόπολι, όπου «οι Μανιάτισσες συναγωνίστηκαν επάξια τους άντρες σε αντρειοσύνη και ανδραγάθησαν». Μνημονεύουν κάποιες γυναίκες (Καρζής,1990):
- Τη Θεοχάρη, που βλέποντας τον γυιό της να σκοτώνεται στα πόδια της, άρπαξε το όπλο του και φώναξε: «Κοιμήσου γυιέ μου, είμαι εγώ στη θέση σου!»,
- Την Ειρήνη, που όταν δέχτηκε ένα βόλι στη γάμπα, κραύγασε προς το μέρος του εχθρού! «Μωρέ τι λές, μεγάλο κακό μου ΄κανες! Αν δε μπορέσω να δουλέψω, θα μπορέσω όμως να κάνω παιδιά, που θα πάρουνε γδικιωμό για μένα!»
- Τη νιόπαντρη Ελένη, που έβγαλε πιπιλίζοντας μια σφαίρα απ΄ το μπράτσο του άντρα της και του την πρόσφερε για «να πάει να τη δώσει πίσω στον εχθρό»
- Την Παρασκευή Βενζαβέ, που έπεσε στη θάλασσα και πολεμούσε να κρατήσει με τα χέρια και με τα δόντια μια τούρκικη γαλιότα (ιστιοφόρο με 16 κουπιά και με 80 περίπου ναύτες), σαν τον αρχαίο Κυναίγειρο, στη μάχη που έγινε έξω από την Καρδαμύλη το 1790 με τους τούρκους.
- Όλες τις άλλες γυναίκες της Μάνης, που άμα τους φέρουν τα ρούχα του σκοτωμένου ανθρώπου τους ψάχνουν να βρουν που τον χτύπησε το βόλι. Αν είναι μπροστά να τον μοιρολογήσουν, αν είναι πίσω να κάψουν τα ρούχα του και να μην τον ξαναμελετήσουν ποτέ (Θ. Καρζής, 1990)
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Όταν κηρύχθηκε η επανάσταση οι γυναίκες την αγκάλιασαν. Στην Καστανιά, στη Βέργα Αλμυρού, στο Δυρό, στην Δεσφίνα, στον Πολυάραβο, στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά, στα Τρίκορφα, στα Μοθωκόρωνα, στην Εύβοια, στο Πέτα, στην Κολτσούνα, στην Ανδρούβιστα, στις Κιτριές, στο Βρονταμά, στη Κρεμαστή και σε τόσες άλλες μάχες πήραν μέρος γυναίκες της Λακωνίας. Και όπως ήταν επόμενο, πολλές σκοτώθηκαν πολεμώντας, πολλές αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου. Οι Μανιάτισσες στον πόλεμο και στο κούρσεμα ασυναγώνιστες δίπλα στους άνδρες είχαν την τιμή πρώτες να μπουν στην Καλαμάτα, και να ελευθερώσουν την πόλη στις 23/3/1821. Στην πολιορκία της Τριπολιτσάς από την στοματική παράδοση κι’ από τις αφηγήσεις των αγωνιστών, βρίσκουμε σκόρπια μα άφθονα στοιχεία της γυναικείας παρουσίας. Τα στρατόπεδα ήσαν ανάμικτα με άνδρες και γυναίκες. Η ίδια σκληρή ζωή δοκίμασε αμφότερα τα φύλα. Καθένας πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Κι’ έμεινε ξακουστή η δράση των Τεγεατισσών, των γυναικών της Βόρειας Κυνουρίας, του Χρυσοβιτσιού, των γυναικών του Ασωπού, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή τους στη η μάχη του Δηρού.
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΑΣΩΠΟΥ ΛΑΚΩΝΙΑΣ
Τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, το 1821, οι Μανιάτες κι άλλοι Έλληνες πολιορκούν την οχυρωμένη Μονεμβασιά. Οι τούρκοι για να τους τρομάξουν και να τους αποθαρρύνουν μηχανεύονται φριχτές ωμότητες. Είχαν πιάσει καμιά τριανταριά αιχμαλώτους, που τους χρησιμοποιούσαν κατά περίπτωση για να δείξουν στους Έλληνες τι θα πάθαιναν αν επέμεναν στην πολιορκία τους. Άλλους τους αποκεφάλιζαν επιδεικτικά από το ύψος του τείχους, παρουσιάζοντας με άγριο ενθουσιασμό τα κεφάλια στους συμπατριώτες τους, άλλους τους κρεμούσαν ανάποδα από τις επάλξεις, αφήνοντάς τους να αργοπεθαίνουν με απελπισμένα βογγητά, κι άλλους τους έψηναν ζωντανούς σε σούβλες, κραυγάζοντας από ψηλά στους Μανιάτες: -Μπράβο σας, ορέ γκιαούρηδες, που μας στείλατε ψητό κρέας!
Τα φοβερά νέα γρήγορα άνοιξαν τα μαύρα φτερά τους κι έκαναν το γύρω της Μάνης. Τότε, γράφει ο αυτόπτης μάρτυρας Πουκεβίλ, πολλές γυναίκες φρύαξαν για το δείλιασμα των αντρών τους κι έκαναν συνέλευση στον Ασωπό, ένα χωριό της Λακωνίας, για ν΄ αποφασίσουν τι πρέπει να κάνουν. Στη συνέλευση τέθηκε το ερώτημα: «Γυναίκες, θα περιμένουμε τους Τούρκους να ‘ρθουμε ‘δω πέρα να κατασπαράξουνε τα παιδιά μας;» Κι όταν η απόκριση υπήρξε ένα ομόφωνο, βροντερό «Όχι», οι γυναίκες ζεύονται το μοναδικό κανόνι που βρισκόταν στο χωριό και ξεκινάνε όλες μαζί, κατάφορτες με όπλα, πολεμοφόδια και προμήθειες. Πορεύτηκαν μέσα από τα κακοτράχαλα μονοπάτια και τους κατσικόδρομους, σέρνοντας πάντα πίσω τους το κανόνι, μέχρι που έφτασαν στο μανιάτικο στρατόπεδο. Για τους άντρες, η στάση αυτή των γυναικών και η παρουσία τους, ανάμεσά τους στάθηκε μια γερή τονωτική ένεση. Ντράπηκαν για την πρόσκαιρη δειλία τους και το φρόνημά τους άλλαξε. Οι γυναίκες έμειναν στο στρατόπεδο πολεμώντας μαζί τους για τέσσερις ολόκληρους μήνες, μέχρι που η τουρκική φρουρά συνθηκολόγησε κι έπεσε η Μονεμβασιά. Στις «Γυναίκες του Ασωπού» οφείλεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, η κατάληψη του κάστρου της Μονεμβάσιας από τους Έλληνες.
ΟΙ ΜΑΝΙΑΤΙΣΣΕΣ ΣΤΙΣ ΜΑΧΕΣ ΒΕΡΓΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ ΚΑΙ ΔΗΡΟΥ το 1826
- Οι Μανιάτισσες στη μάχη της Βέργας
Στη μάχη της Βέργας αποκρούστηκε ο Ιμπραήμ στις 22 Ιουνίου 1826. Ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε για δεύτερη φορά στην Πελοπόννησο το 1826, κατέλαβε την Τρίπολη κι αφού πυρπόλησε τα Καλάβρυτα, το Αίγιο και την Ανδρίτσαινα στρατοπέδευσε στην περιοχή της Μεθώνης, με σκοπό να πατήσει το Ναύπλιο και τη Μάνη. Από την Αιγυπτιακή επιχείρηση προηγήθηκε μια ανταλλαγή επιστολών. Μετά την άρνηση των Μανιατών να παραδοθούν ο Ιμπραήμ ξεκίνησε με χιλιάδες πεζούς και καβαλαραίους προς τα όρια Μεσσηνίας –Μάνης. 1.000 Μανιάτες είχαν πιάσει θέση μάχης στον Αλμυρό, στη θέση Βέργα. Η Βέργα ήταν ένα δυνατό ταμπούρι, (γραμμή άμυνας), ύψους 2 μέτρων και πάχους 80 εκατοστών και μήκους σχεδόν 1 μιλίου, κοντά στο χωριό Αλμυρός της επαρχίας Οιτύλου. Στις 22 Ιουνίου 1826 ο Ιμπραήμ πασάς επιτέθηκε με πολυπληθή στρατό 8.000 πεζών και 2000 ιππέων. Οι 2.400 Μανιάτες, υπό την αρχηγεία των Μαυρομιχαλαίων και άλλων οπλαρχηγών, απέκρουσαν όλες τις επιθέσεις του Ιμπραήμ κι έτρεψαν σε φυγή τους άραβες , δίνοντας τη νικηφόρα μάχη της Βέργας. Εκεί πήραν μέρος και γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η Μανιάτισσα Σταυριανή.
- Οι Μανιάτισσες στη μάχη του Δηρού
Το 1826 στη μάχη του Δηρού, οι δρεπανηφόρες Μανιάτισσες, μαζί με γέρους και παιδιά, κατατρόπωσαν τον Ιμπραήμ σώζοντας την Ελληνική Επανάσταση. Ο Ιμπραήμ που παρακολουθούσε με τα κιάλια τη μάχη της Βέργας στον Αλμυρό, αποφασίζει να μπεί στη Μάνη από την άλλη μεριά, την ανατολική σε ένα εγχείρημα αντιπερισπασμού. Έτσι όπως είχε κιόλας στα μεταγωγικά του 1.500 πεζούς Τουρκοαιγύπτιους, τράβηξε στην Ανατολική Μάνη κι αποβιβάστηκε νύχτα στη θέση Δηρό, κοντά στην Τσίμοβα, που είναι η σημερινή Αρεόπολη (Ξηραδάκη,1995). Ήταν σίγουρος ότι ο αντιπερισπασμός αυτός δε θα συναντούσε κανένα ουσιαστικό εμπόδιο, καθώς οι Μανιάτες είχαν στραμμένη όλη την προσοχή τους στην περιοχή του Αλμυρού. Η απόβαση έγινε πολύ άνετα. Οι Αιγύπτιοι προχώρησαν κι έκαψαν δύο χωριά, ενώ οι ελάχιστοι Μανιάτες που βρέθηκαν στο δρόμο τους έτρεξαν να ταμπουρωθούν στους πύργους. Οι κάτοικοι ειδοποιήθηκαν από το χτύπο της καμπάνας που έδωσε το σήμα του συναγερμού. Όπως γράφει ο ιστορικός Φραντζής (Λάζου,2021). «Οι Μανιάτες έκρουσαν τους κώδωνες των εκκλησιών των και όλοι συναχθέντες, αρχιερείς, ιερείς, άντρες, γυναίκες, γέροντες και παίδες έδραμον κατά το Δυρό …. γράφοντες προς τους εν Αλμυρώ αμυνόμενους να μην ταραχθώσι ποσώς , μηδέν αφήσωσιν την θέσιν των».
Όσες γυναίκες ήταν στα χωράφια τους για το θέρο παράτησαν τη δουλειά τους κι έτρεξαν με τα δρεπάνια στα χέρια, να δούν τι συμβαίνει. Τυχαία περνούσε από κει ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης με μερικούς ανθρώπους του, πηγαίνοντας να ενισχύσει τους υπερασπιστές της Βέργας. Όλοι αυτοί συνενώνονται και σε λίγο ρίχνονται στους Αιγύπτιους που ζύγωναν την Τσίμοβα. Στη μάχη που ακολούθησε ο πληθυσμός της περιοχής ανάμεσά τους και τριακόσιες γυναίκες από τα γύρω χωριά, όρμησαν προς την ακτή. Άλλοι με τουφέκια, όσοι είχαν, άλλοι με σπαθιά κι άλλοι με πέτρες, ενώ οι γυναίκες που ήταν οι περισσότερες, με τα δρεπάνια του θερισμού, επιτέθηκαν στους στρατιώτες του Ιμπραήμ. Η ορμή τους ήταν τέτοια, και τέτοιος ο τρόμος που προκάλεσαν οι άγριες ιαχές τους, ώστε οι εισβολείς σχεδόν δεν πρόλαβαν να αντισταθούν. Το βάζουν στα πόδια για να σωθούν, οι γυναίκες τους καταδιώκουν και τους πετσοκόβουν με τα δρεπάνια τους, φτάνουν στην ακτή και το κυνηγητό συνεχίζεται μέσα στη θάλασσα, όπου εκατοντάδες Αιγύπτιοι, μη καταφέρνοντας να φτάσουν στα καράβια τους, βάφουν τα νερά του κόλπου κόκκινα. Μόλις το ένα τρίτο κατόρθωσε να σωθεί και να επιβιβαστεί στα αιγυπτιακά πλοία. Η παράδοση αναφέρει ηρωικές πράξεις γυναικών που συνέχισαν τη μάχη παίρνοντας τα όπλα από τους σκοτωμένους συγγενείς τους. (Θ.Καρζής,1990).
Ο ακαδημαϊκός Δ. Κόκκινος αναφερόμενος στη Μάχη του Δυρού και ιδιαίτερα στις ηρωίδες της Μάνης, τους αφιερώνει τα ακόλουθα λυρικά λόγια:
«Διά μίαν ακόμη φοράν, η δραματική και ηρωική πραγματικότης υπερέβη τας συλλήψεις των θρύλων κατά τον Ιερόν Αγώνα της ανεξαρτησίας μας. Όλα όσα αναφέρονται διά τας γυναίκας της Μάνης, που έτρεξαν εις την μάχην και εκρατούσαν αντί όπλων δρεπάνια, ρόπαλα και πέτρας, ξεπερνούν την φαντασίαν. Είναι ασύλληπτου πολεμικού μεγαλείου. Η Μάνη μάς έδωσε νέας Αμαζόνας…».
Αρκετές πηγές αναφέρουν ονόματα ηρωίδων της Μάνης και της Λακωνίας, όπως η Γερακάρη, η Κόρη του Παναγιώταρου Βενετσανάκη Μαρία, η Πανώρια Βοζίκη, η Αναειπόνυφη, η Ιωάννα Γιατράκου, η Πολυξένη Καβάκου, η Ελένη Λαμπροπούλου, η Δημητράκαινα Πικολάκαινα, η Σταυριάνα Σάββαινα, η Κωνσταντίνα Ζαχαριά, οι Ροζιάνισσες – Σταθιάνισσες, και ακολουθούν η Γραφάκαινα, η Διακουμάκαινα, η Καλοειδίνα, η Πατσουράκαινα, οι Ρουμελιώτισσες, η Ρογκάκαινα, η Μιχαήλαινα και τόσες άλλες, που σαν απόγονοι των Αρχαίων Σπαρτιατισσών, αποδείχτηκαν αντάξιες του Ιστορικού τους χρέους. Ο Δικ. Βαγιακάκος στο βιβλίο του Μανιάτικα, αναφέρει επίσης πολλά ονόματα γυναικών της Μάνης που πήραν μέρος σε μάχες εναντίον του Ιμπραήμ : τη Ροζάκαινα, την Ελένη Γιατράκου, την Ιωάννα Γιατράκου, την Ελένη Λαμπροπούλου, τη Ραλλού Πιέρρου Μαυρομιχάλη και την Πανώρια Βοζίκη.
ΣΤΑΥΡΙΑΝΑ ΣΑΒΒΑΙΝΑ
Η Σπαρτιάτισσα Σταυριάνα Σάββαινα (σ.σ. η γυναίκα του Γιωργάκη Σάββα, η «Σάββαινα»), γεννήθηκε στο Παρόρι της Σπάρτης το 1772. Παντρεύτηκε τον Γιωργάκη Σάββα που τον απαγχόνισαν οι Τούρκοι στον Μυστρά κατά τις πρώτες μέρες της Επανάστασης το 1821. Όταν ξεκίνησε ο Αγώνας ήταν περίπου 40 ετών. «Αντρογυναίκα», γράφει ο Θ. Καρζής, από τη φύση της καιγόταν ολόκληρη από τον πόθο να εκδικηθεί τους Τούρκους, που μερικά χρόνια πριν από την επανάσταση είχαν σκοτώσει τον άντρα της, αφήνοντας την πρώιμη χήρα με 4 παιδιά. Ο πόθος αυτός για εκδίκηση, αγκαλιαστά με τον πόθο για ελευθερία, είχαν οδηγήσει τη Σταυριάνα να καταταχθεί στο σώμα του Μανιάτη οπλαρχηγού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και να τον ακολουθήσει σε όλες τις επιχειρήσεις ως το τέλος του Αγώνα, αφήνοντας τα ανήλικα παιδιά της στην αδελφή της. Η Σταυριάνα πήρε μέρος στη μάχη στο Βαλτέτσι, στην πολιορκία της Τρίπολης , στη μάχη του Τρίκορφου, στη μάχη της Εύβοιας, στη μάχη του Πέτα, σε μάχες στη Στερεά Ελλάδα. Τελευταία πολέμησε στη Βέργα του Αλμυρού κατά του Ιμπραήμ, στις 22-25 Ιουλίου 1826 και στην μάχη του Δηρού . Όταν έληξε ο αγώνας η Σταυριάνα αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Ταγματάρχη.
Η πρώτη μάχη που πήρε μέρος η Σταυριάνα και έγινε θρύλος το όνομά της, ήταν στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821), όπου σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη ελληνική νίκη, που έκρινε την τύχη της Τριπολιτσάς. Η Σταυριάνα Σάββαινα, της οποίας η ατρόμητη γενναιότητα εκίνησε τον γενικό θαυμασμό στη μεγάλη μάχη στο Βαλτέτσι. Εκεί πολέμησε ο Κολοκοτρώνης, οι Μαυρομιχαλαίοι Κυριακούλης και Ηλίας με τους Μανιάτες κ.ά. ήταν μια μάχη φοβερή που κράτησε 23 ώρες χωρίς διακοπή. Κάποια στιγμή τελείωσαν τα πολεμοφόδια. Τότε ανάμεσα στους σκληροτράχηλους πολεμιστές ξεχώρισε μια Μανιάτισσα, κι έγινε η ψυχή του πολέμου. Η Σταυριάνα, μόνη μεταξύ των ανδρών, αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνα σε προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος. Το όνομα της «ψυχής του πολέμου» ήταν Σταυριάνα Σάββαινα.
Επί Καποδίστρια, τον Αύγουστο του 1829, η Σταυριάνα, «η ηρωική Μανιάτισσα που είχε ζωστεί όπλα και είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες», παρουσιάστηκε στη Δ΄ Εθνοσυνέλευση που συνήλθε στο Άργος. Είχε καταβληθεί από την κόπωση του πολέμου και βρισκόταν σε πενία. Υπέβαλε αναφορά, όπως πολλοί αγωνιστές, με την οποία ζητούσε να ληφθεί πρόνοια υπέρ της και να της χορηγηθεί η ανάλογη σύνταξη. Στην αναφορά της μεταξύ των άλλων έγραφε την ιστορική ρήση:
«Το στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια δια τους άνδρας, όταν όμως είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος, όταν όλη σχεδόν η φύσις συντρέχει προς υπεράσπισίν της, αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες, ημπορούν να ωφελήσουν μεγάλως εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις…».
Πολλοί από τους οπλαρχηγούς και μέλη της Συνέλευσης , παλιοί συναγωνιστές της, συνηγόρησαν υπέρ του δίκαιου αιτήματος της, μίλησαν με επαίνους και τιμή για την ανδρεία της και τις πολεμικές υπηρεσίες της. Η Συνέλευση στις 8 Αυγούστου 1829 ενέκρινε να παραπεμφθεί η αίτησή της στην Κυβέρνηση (Αλιμπέρτη,1933:408). Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας της χορήγησε κάποια σύνταξη, όχι από τον κρατικό αλλά από τον προσωπικό του ταμείο για τις υπηρεσίες της προς την πατρίδα και της απένειμε το βαθμό του Ταγματάρχη. Έβαλε επίσης τα παιδιά της σε ορφανοτροφείο που είχε συσταθεί. Ό Όθωνας την εγκατέλειψε και εκείνη ζούσε από τις συνδρομές των οικογενειών των αγωνιστών. Όταν πέθανε το 1868 η κυρά Σάββαινα, έκαναν έρανο στο Ναύπλιο για να την θάψουν. (Ροδοπούλου, 2012)
ΠΑΝΩΡΑΙΑ ΒΟΖΙΚΗ
Από τις «δρεπανηφόρες του Δηρού» διασώθηκε το όνομα και το ατομικό κατόρθωμα της Πανωραίας Βοζίκη. Αυτή και ο πατέρας της θέριζαν ανύποπτοι το χωράφι τους, όταν ξεπρόβαλαν ξαφνικά μπροστά τους δύο Αιγύπτιοι, αρματωμένοι σαν αστακοί. Ρίχνονται πρώτα στον πατέρα, αλλά στη στιγμή τρέχει η κόρη του και με το δρεπάνι της κόβει το λαρύγγι του ενός. Γυρίζει ο άλλος να τη χτυπήσει, οπότε ελευθερώνεται ο πατέρας, ορμάει επάνω του μαζί με την κόρη και τον πετσοκόβουν κι αυτόν (Καρζής,1990).
Το κατόρθωμα της νεαρής Μανιάτισσας που πρώτη αυτή αντιμετώπισε τους εχθρούς διαλαλήθηκε σε όλη την Πελοπόννησο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ “ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ” ΖΑΧΑΡΙΑ
Η Κωνσταντία ήταν κόρη του φημισμένου κλέφτη Ζαχαριά, πιθανότατα γεννήθηκε στην Μάνη και ήταν και η ίδια κλέφτης.
Από τον Γάλλο ιστορικό Φ. Πουκεβίλ μαθαίνουμε ότι μια νεαρή Σπαρτιάτισσα, η Κωνσταντίνα Ζαχαριά, ήταν από τους πρώτους που πήραν τα όπλα και τέθηκε επικεφαλής 500 ανδρών.
Η Κωνσταντία , μόλις ξεκίνησε η Επανάσταση, πρέπει να ήταν 22 ή 23 ετών, πήρε τα όπλα, ξεσήκωσε άνδρες και γυναίκες, σχημάτισε την ομάδα της και αφού πήρε την ευχή του επισκόπου Ηλείας Άνθιμου, μπήκε στον πόλεμο. Έγινε καπετάνισσα με άλλες γυναίκες που την ακολουθούσαν, είχε δικό της λάβαρο σημαία «λευκού χρώματος με κυανόν σταυρόν». Αναγγέλλει ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ύψωσε το λάβαρο της ελευθερίας στην Αγία Λαύρα, ότι ολόκληρος ο Μωριάς ξεσηκώθηκε, τους παροτρύνει να εξεγερθούν και να διώξουν τους τούρκους. Τα λόγια της ακούγονται, το κήρυγμά της συναρπάζει και ενθουσιάζει. Οι χωρικοί συρρέουν. Συγκεντρώνονται πεντακόσιοι. Η Κωνσταντία Ζαχαριά τίθεται επικεφαλής, σημαιοφόρος, πολλές γυναίκες την ακολουθούν και διατρέχει την κοιλάδα της Λακεδαίμονος, κηρύττουσα την επανάσταση.
Όταν κηρύχθηκε η επανάσταση στην Μάνη οι Οθωμανοί της περιοχής έφυγαν για πάνε στην Τριπολιτσά για να προστατευτούν, τους κατεδίωξαν οι Μανιάτες, η Κωνσταντία μαζί με άλλες γυναίκες της περιοχής συμμετείχε σε αυτές τις συγκρούσεις. Η Κωνσταντία μάλιστα τους κατεδίωξε μέχρι το Μυστρά όπου βρήκαν προστασία στο κάστρο, άφησε φρουρά και αποχώρησε. Κατέλαβε το Λεοντάρι, σκότωσε τον Οθωμανό διοικητή, έβαλε φωτιά στο σπίτι του και κατέβασε την ημισέληνο από τα τζαμιά τα οποία έπειτα έκαψε. Σύμφωνα με τον Γιάννη Ρουμελιώτη πήρε μέρος στην Μάχη του Δηρού (Εφημ. Πελοπόννησος, 8/3/2021).
Η καπετάνισσα Κωνσταντία φαίνεται να πήρε μέρος και σε άλλες μάχες, καθώς και στην πολιορκία της Μεθώνης και της Κορώνης. Ξαναβρίσκουμε την ηρωίδα στη μάχη του Πολυάραβου της Λακωνίας, το 1826. Μετά τα ίχνη της χάνονται (Αλιμπέρτη, 1933:400)
ΙΩΑΝΝΑ ΓΙΑΤΡΑΚΟΥ-ΡΟΖΑΚΗ
Η Ιωάννα Γιατράκου, ήταν Μανιάτισσα αγωνίστρια της Επανάστασης του 1821. Καταγόταν από το γένος Ροζάκη, ήταν σύζυγος του αγωνιστή Παναγιώτη Γιατράκου γνωστή για τον ηρωισμό της στην Μάχη της Κουρτσούνας. Το 1826 ο Ιμπραήμ Πασάς, κράτησε όμηρο τον άντρα της για να περάσει ελεύθερα από τα εδάφη του προς την Μάνη. Η Ιωάννα όμως με λίγους στρατιώτες, και τον γιο της Γιώργο, ταμπουρώνεται στον Πύργο της οικογένειας στην Κουρτσούνα εμποδίζοντας την διέλευση του τουρκικού στρατού. Η Ιωάννα μάχονταν σθεναρά για δώδεκα ώρες, αποκρούοντας τις Οθωμανικές επιθέσεις, ωσότου έφτασε βοήθεια και οι Τούρκοι υποχώρησαν άπραγοι (Εφ.Πελοπόννησος,8-3-2021).
Σήμερα υπάρχει η προτομή της στην Κουρτσούνα Λακωνίας, εκεί που η ηρωίδα κλεισμένη με 45 παλληκάρια στον πύργο της, απέκρουσε τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ, κατά τη δεύτερη απόπειρα του, να υποτάξει τη Μάνη το 1826. (https://el.wikipedia.org 28/3/2021).
ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΚΑΒΑΚΟΥ
Πήρε μέρος σε μάχες, τραυματίστηκε κι αιχμαλωτίστηκε, ενώ πολεμούσε ώρες απτόητη. Μεταφέρθηκε στο Ναυαρίνο. Εκεί έχοντας γνώσεις εμπειρικής ιατρικής προσπαθεί σαν Γιάτρισσα να ανακουφίσει και να γιατρέψει, όσους υποφέρουν από λοιμό (πανούκλα). Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο και υπηρέτησε στο ανάκτορο του Μοχάμεντ Αλή. Δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες. Όπως αναφέρει ο ιστοριοδίφης Πασχάλης πέθανε στο Κάιρο το 1832. (Ροδοπούλου,2012)
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΣΤAΡΚΟΥ
Η Ανδρονίκη Στάρκου, ήταν Μανιάτισσα, από το Οίτυλο, αγωνίστρια της επανάστασης του 1821. Ήταν σύζυγος Στάρκου και είχε έναν γιό, τον καπετάνιο Νικόλα που κατά την επανάσταση πολέμησε με τους Οθωμανούς. Τη βρίσκουμε ως Μανιάτισσα , μόνο με το όνομα Ανδρονίκη, γιατί δεν ήθελε να χρησιμοποιεί το επώνυμό που ατίμαζε ο γιος της.
Η Ανδρονίκη εντάχτηκε στην επανάσταση από τις πρώτες μέρες του αγώνα, ήταν με τους Μανιάτες που υποδέχτηκαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη από την επιστροφή του από την Ζάκυνθο, όπου βρισκόταν εξορισμένος. Εντάχθηκε με πάθος στο κίνημα, ωθούμενη από μία άσβεστη επιθυμία για εκδίκηση και μία εξίσου δυνατή αγάπη για την ανεξαρτησία της πατρίδας της. Η Ανδρονίκη πήρε μέρος σε πολλές τακτικές μάχες που δόθηκαν στον Μοριά. Με τον Κολοκοτρώνη πήρε μέρος στην μάχη του Ρουφιά και στη Μάχη του Βαλτετσίου και την άλωση της Τριπολιτσάς. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Έπειτα την βρίσκουμε υπό τις διαταγές του Ανδρέα Μιαούλη στην Ναυμαχία της Πάτρας το 1822 , όπου στον αντίπαλο Οθωμανικό στόλο ήταν ο γιος της Νικόλαος. Η Ανδρονίκη στη διάρκεια της ναυμαχίας, είδε τα τουρκικά πλοία να τρέπονται σε φυγή, ύστερα από μάχη πέντε ωρών και να καταφεύγουν σε ένα λιμάνι της Ζακύνθου. Ωστόσο πάνω σε ένα τουρκικό πλοίο αναγνώρισε το γιο της που οδηγούσε την οθωμανική μοίρα διασχίζοντας τον κόλπο της Πάτρας. Εκείνη τη μέρα ένιωσε τόσο μεγάλη ντροπή που όρμησε σαν λυσσασμένη στη μάχη, γυρεύοντας τη λύτρωση στο θάνατο. Ήταν ο πόνος της μάνας από τον γιο της ο οποίος πρόδωσε και πολεμούσε τα αδέλφια του.
Μετά τη βρίσκουμε ανάμεσα στους 4.000 πολεμιστές του Κολοκοτρώνη, όταν διορίστηκε αρχιστράτηγος του Μοριά. Πήρε μέρος στην Μάχη της Βέργας το 1826, όπου ο Ιμπραήμ κατατροπώθηκε από τους Μανιάτες. Τον Ιούλιο του 1826 εντάχθηκε στον τακτικό στρατό του Φαβιέρου και πήρε μέρος στη μάχη στο Χαϊδάρι. Εκεί πληγώθηκε σοβαρά, αλλά σώθηκε χάρις στο θάρρος ενός Γάλλου φιλέλληνα στρατιώτη και κατάφερε να ξεφύγει από τους απάνθρωπους στρατιώτες του Κιουταχή. Λόγω του τραυματισμού της αναγκάζεται να αποσυρθεί από τις μάχες. (Εφημερίδα Πελοπόννησος 8-3-2021). Είναι το κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν «Οι πειρατές της Καραϊβικής» https://el.wikipedia.org
Η ΓΕΡΑΚΑΡΙΝΑ
Ήταν άξια σύντροφος του Γεωργούλια Γερακαράκου από την οικογένεια των κοριτσιών που καταγόταν από την Κίτα της μέσα Μάνης. Ο Γεωργούλιας πολεμούσε μαζί με τους άλλους τον Ιμπραήμ. Η Γερακαρίνα με τον μικρό γιό της, ονόματι Κατσιβαρδά, που πήγαινε λίγο ψωμί και τυρί στον άντρα της πού πολεμούσε στη Βέργα νηστικός τρία μερόνυχτα, μπλέχτηκε στον πόλεμο μαζί με τις άλλες γυναίκες στο Λαγκάδι της Χαριάς κοντά στα Ξεπαπαδιάνικα. Κι ενώ το παιδί της πολεμούσε με το όπλο, εκείνη κυνηγούσε τους Τούρκους με τις πέτρες. Κι όταν το παιδί της χτυπήθηκε θανάσιμα, πήρε το όπλο του και κλείνοντας τα ματάκια του, του είπε: «… Κοιμήσου, παιδάκι μου… κοιμήσου. Πήρα εγώ τη θέση σου…» . Όταν όλα τελειώσουν θα κλάψει πάνω από το αγόρι της και θα πενθήσει για όλη τη ζωή (Ροδοπούλου,2012).
Η ΘΕΡΑΣΕΡΗ
Η Θερασέρη στο Φλομοκότρωνα της Χαριάς έκανε κάτι παρόμοιο. Πηγαίνοντας ψωμί και νερό στους πολεμιστές, βρήκε το παιδί της σκοτωμένο στο ταμπούρι του. Οι άλλοι δεν το είχαν καταλάβει. Δεν είπε μιλιά σε κανέναν. Έπνιξε τον πόνο της, έκανε πέτρα την καρδιά. Πήρε το καριοφίλι του παιδιού της και τουφεκώντας αδιάκοπα τους εχθρούς, γύριζε κάθε τόσο και έβλεπε το παιδί της και του έλεγε: «Κοιμήσου…ξεκουράσου, παιδάκι μου. Είμαι εγώ στη θέση σου…».
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΠΟΛΥΑΡΑΒΟ
Στις 26 έως 28 Αυγούστου του 1826, έγινε μια από τις πιο σπουδαίες μάχες της Επανάστασης, αλλά είναι εντελώς άγνωστη από τους περισσότερους Έλληνες η σύγκρουση αυτή. Ο Ιμπραήμ έφθασε τον Αύγουστο του 1826 στον Πολυάραβο. Από τις 12.000 στρατό που έφθασαν στην περιοχή, έστειλε αρχικά 3.000 σαν εμπροσθοφυλακή για να ανοίξουν το δρόμο. Οι κάτοικοι παίρνοντας μαζί τους ότι μπορούσαν να σηκώσουν, είχαν οχυρωθεί στο ορεινό Πολυάραβο ή Πολυτζάραβο. Επί τρεις ημέρες προσπαθούσαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ να σπάσουν τις αμυντικές γραμμές των Ελλήνων στον Πολυάραβο. Εκεί συμμετέχουν 120 γυναίκες με τα παιδιά τους και κοπέλες, που αναλαμβάνουν τις βοηθητικές δουλειές και οι άντρες οργανώνουν την άμυνα σε τρία επίπεδα (Ροδοπούλου,2012:119). Στη μάχη αυτή οι γυναίκες δεν υστέρησαν καθόλου σε ηρωισμό από τους άντρες. Η φιλόδοξη εκστρατεία του Ιμπραήμ δεν ευοδώθηκε και η Μάνη έμεινε για μία ακόμα φορά αδούλωτη. Κατά την τριήμερη μάχη του Πολυάραβου οι απώλειες του Ιμπραήμ τρομακτικές, 1060 νεκροί και 1380 τραυματίες. Οι Μανιάτες μέτρησαν (χάρη στο οχυρό της θέσης τους), 28 νεκρούς και 75 τραυματίες από τους οποίους 5 γυναίκες. Οι γυναίκες παντού παρούσες. Σε κάθε ανάγκη (Ροδοπούλου, ό.π.)
ΕΛΕΝΗ ΑΝΑΕΙΠΟΝΥΦΗ
Η Ελένη Αναειπόνυφη, νύφη του Αναϊπη, ήταν Μανιάτισσα. Το ανδραγάθημα της Ελένης Αναειπόνυφη, συνέβη στη μάχη του Πολυάραβου πάνω στον Ταΰγετο, 28 Αυγούστου 1826, όταν ο Ιμπραήμ πασάς αποβιβάστηκε στην Μάνη. Η Ελένη Αναειπόνυφη, ξεχώρισε για το θάρρος και την γενναιότητά της. Βρισκόταν κι αυτή στο Πολυάραβο. Την Τρίτη ημέρα, καθώς οι Μανιάτες έτρεχαν για το τρίτο οχυρό, αυτή ακολουθεί. Ενώ έτρεχε προς το βουνό του Πολυαράβου να σωθεί κρατώντας στην αγκαλιά της τα δύο μικρά παιδιά της , την καταδίωξε κάποιος στρατιώτης Αιγύπτιος. Κατά την καταδίωξη είχε λυθεί και σερνόταν η μακριά της ζώνη στην οποία είχε δέσει τα λίγα της χρήματα, δέκα δίστηλα. Ο διώκτης της κατόρθωσε να πιάσει τη μία άκρη της ζώνης. Εκείνος προσπαθούσε να την αναγκάσει να σταθεί και η Ελένη, όταν η ζώνη της τεντώθηκε, την άφησε και ο Αιγύπτιος έπεσε ανάσκελα. Τότε εκείνη τον σκότωσε με την ίδια του τη λόγχη, σώζοντας τα παιδιά της και το θησαυρό της.
ΛΙΟΥΝΙΤΣΑ ΣΤΑΘΑΚΟΥ
Ένα απρόσμενο γεγονός καθυστέρησε τον Ιμπραήμ, στο δρόμο του προς τον Πολυάραβο. Στη θέση Τσεσφίνα των Μπαρδουνοχωρίων, ο Θεοδωράκης Σταθάκος με τα δύο παιδιά του, τις γυναίκες τους και μερικούς άλλους συγγενείς, τον καρτερούν στον οχυρωμένο πύργο τους. Ο Οικονόμου τον αναφέρει ως Σταθακάκο (Ροδοπούλου,2012:114). Δεκαπέντε άτομα όλα κι όλα, μαζί με αυτούς η Λιουνίτσα, νιόνυφη γυναίκα του νεότερου γιου του. Έχουν όμως αποφασίσει, να πολεμήσουν μέχρι τελικής πτώσεως. Ο Σταθάκος θέλει να καθυστερήσει τον Ιμπραήμ όσο μπορεί, για να δοθεί ο καιρός να συγκεντρωθούν οι Μανιάτες οπλαρχηγοί με τα παλικάρια τους στον Πολυάραβο και να αμυνθούν αποτελεσματικά. Ο άλλος λόγος ήταν, να φονεύσει τον προδότη Μπόσινα Γεώργιο, που ήταν συμπέθερος του, ο οποίος οδηγούσε το Αιγυπτιακό στράτευμα στον Πολυάραβο.
Ο Σταθάκος βλέπει το Μπότσινα από τις πολεμίστρες και ετοιμάζεται να τον ντουφεκίσει. Τον προλαβαίνει όμως η νύφη του Λιουνίτσα. Είναι θείος της. Τον σημαδεύει ψύχραιμα με το καριοφίλι της. Ένας σμπάρος ακούγεται και ο Μπόσινας πέφτει νεκρός. Και η Λιουνίτσα ατάραχη ακούγεται με σφιγμένα χείλη να ψιθυρίζει «Παλιόσκυλο….. Ιούδα…… Αυτό το τέλος σου έπρεπε». (Ξηραδάκη,1995).
Οι πολιορκημένοι κάνουν θραύση στις τάξεις του εχθρού. Σκοτώνουν και τραυματίζουν 300 Τούρκους (Ροδοπούλου,2012). Ώρες πολλές βαστάει τούτος ο πόλεμος. Λυσσώντας από την οργή τους οι Αιγύπτιοι για το φόνο του ανθρώπου που θα τους οδηγούσε, όρμησαν με λύσσα. Οι λίγοι υπερασπιστές τους τουφεκίζουν ψύχραιμα. Όταν σώθηκαν τα βόλια τους , χωρίς κουβέντα τραβούν τα γιαταγάνια, ανοίγουν τις πόρτες του πύργου και βάζοντας τις γυναίκες στη μέση, ορμούν να σπάσουν την εχθρική γραμμή. Τρεις πέφτουν νεκροί: Μια γυναίκα και δύο άντρες. Οι άλλοι πιάνονται και μαζί τους ο Σταθάκος, τα δυο παιδιά του κι η νύφη του η Λιουνίτσα. Η Λιουνίτσα Σταθάκου όμως δεν ήταν για χαρέμι. Η Αλιμπέρτη αναφέρει γι΄ αυτήν πως αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στην Τριπολιτσά. Από εκεί δραπέτευσε και πήγε στη Δεσφίνα. Όταν ο στρατός των Αιγύπτιων νικημένος στον Πολυάραβο, γύριζε ντροπιασμένος για την Τρίπολη, περνώντας απ’ τη Σπάρτη, μέσα του Σεπτέμβρη, τα παλικάρια της Μάνης του έστησαν καρτέρι κι έγινε μάχη σκληρή. Η Λιουνίτσα δε χάνει ούτε στιγμή: σκοτώνει τον Αιγύπτιο που την φυλάει, φορεί τα ρούχα του, παίρνει τ’ άρματά του και, πολεμώντας σαν πέντε άντρες, περνάει στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Μετά η Λιουνίτσα Σταθάκου έζησε πικραμένη, μαυροφορεμένη, αφιερωμένη στη μνήμη των δικών της, στη Δεσφίνα μέχρι το 1867 που πέθανε σε ηλικία 64 ετών (Ροδοπούλου, ό.π.)
Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς στο λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομα τους μνέω.
(Διον. Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι).
Πηγές
- Ξηραδάκη Κούλα , «Γυναίκες του 21-προσφορές ,ηρωισμοί και θυσίες», κεφ. «Μωραίτισσες,σελ.175-226), εκδ. Δωδώνη,1995.
- Αλιμπέρτη Σωτηρία, «Η τριήμερος Μάχη του Πολυαράβου», Ηρωίδες της ελληνικής Επαναστάσεως, 1933,σελ.365-368
- Ροδοπούλου Σούλας, «Οι άσημες και οι ταπεινές του 21», Αθήνα 2012
- Καρζής Θ. «Η Γυναίκα της Νέας Εποχής», Το πεδίο της μάχης, πεδίο ισοτιμίας των φύλων εκδ. Φιλιππότη 1990)
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σελ. 418-419, βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 1980, «Ο αγώνας στην Πελοπόννησο εναντίον του Ιμπραήμ», εκδοτική Αθηνών Α.Ε
- Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού «Γυναίκες Μωραίτισσες» https://argolikivivliothiki.gr/
- Οι γυναίκες της Μάνης στη μάχη του Δυρού https://www.kalamata.gr/myrevolution/project/maniatisses/
- «Η ΤΡΙΗΜΕΡΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΑΡΑΒΟΥ», http://www.mani.org.gr/istor/poliar/mahi_poliaravou.htm
- Η γυναίκα στην Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821 https://chilonas.com/2019/01/31/https-wp-me-p1op6y-cgw/
- Σταθάκος Αριστείδης : Η Υπέρτατη Θυσία: http://www.stathakos.net/
- Γιάννη Ρουμελιώτη «Γυναίκες της Λακωνίας και της Μάνης όλης», εκδόσεις «ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΜΑΝΗ», Αθήνα 2002
Ευαγγελία Γιαννοπούλου
Αντιπρόεδρος Παραρτήματος Αιγίου, Ένωση Γυναικών Ελλάδας, www.ege.gr