You are currently viewing Γυναίκες Ηπειρώτισσες

Γυναίκες Ηπειρώτισσες

Τα γόνιμα χρόνια της βυζαντινής περιόδου στην Ήπειρο διαδέχτηκαν τα σκληρά χρόνια της Τουρκοκρατίας, που ανέδειξαν την Ηπειρώτισσα σε τραγική και συγχρόνως ηρωική μορφή της ελληνικής ιστορίας. Οι γυναίκες της Ηπείρου επέδειξαν πρωτοφανές θάρρος και τόλμη καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και της ελληνικής επανάστασης. Όλη τους η ζωή μετατράπηκε σε ένα διαρκή αγώνα για επιβίωση, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν, εκτός από τον κατακτητή, και τις δύσκολες συνθήκες που δημιουργούσε η ορεινότητα του εδάφους.

Ιδιάζουσα περίπτωση αποτελούν οι Σουλιώτισσες.. Από αυτές εξαρτιόταν απόλυτα η βιολογική επιβίωση του γένους, αλλά και η αύξηση της πολεμικής και υλικής δύναμης και περιουσίας της οικογένειας εφόσον, βέβαια, έφερνε στον κόσμο αρσενικά παιδιά.

Σουλιώτες και Σουλιώτισσες, όμως, δε δυσανασχετούσαν αν έφερναν στον κόσμο κορίτσια, όπως συνέβαινε σε άλλες περιοχές την εποχή εκείνη. Θεωρούσαν τις γυναίκες άξιες να φέρουν εις πέρας ακόμα και τις πιο δύσκολες καταστάσεις και τους έδειχναν απόλυτη εμπιστοσύνη ακόμα και σε πολεμικά θέματα. Πράγματι, οι γυναίκες έπαιρναν τις κρίσιμες αποφάσεις για λογαριασμό των αντρών. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, διαμάχης ανάμεσα σε δύο άντρες οι αντίπαλοι ζητούσαν τη γνώμη μιας γυναίκας, η οποία και γινόταν δεκτή από όλους. Στην περίπτωση, όμως, διαμάχης ανάμεσα σε δύο γυναίκες κανένας άντρας δεν επενέβαινε, από φόβο μήπως πάνω στη σύγχυση κάποια γυναίκα σκοτωνόταν, καθώς αυτό συνιστούσε φοβερό έγκλημα και επιφύλασσε βαριά τιμωρία για το φονιά.

Οι Σουλιώτισσες λοιπόν ξεχώρισαν και στον αγώνα, καθώς πέρα από το νοικοκυριό, έπαιρναν όλες μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου ο ρόλος τους ήταν σε πρώτη φάση, εφεδρικός και βοηθητικός. Όταν όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν, οι γυναικείες εφεδρείες ρίχνονταν στη μάχη, άλλοτε κατρακυλώντας βράχους πάνω στον εχθρό, άλλοτε ορμώντας μπροστά με το σπαθί στο χέρι.

Τον Δεκέμβριο του 1803 οι Σουλιώτες αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν με τον Αλή Πασά και υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρική τους γη. Κατά την έξοδό τους αντιμετώπισαν ξαφνική επίθεση από το στρατό του Αλή Πασά και χρειάστηκε να αγωνιστούν στο Ζάλογγο. Στη μονή της περιοχής είχαν εγκλωβιστεί 57 γυναίκες επειδή είχαν περικυκλωθεί από τον τουρκικό στρατό. Έτσι χορεύοντας πήδηξαν μία – μία στη χαράδρα του Ζαλόγγου αφού προηγουμένως είχαν ρίξει τα παιδιά τους, προτιμώντας το θάνατο από την υποδούλωση και την ταπείνωση.

Ειδικότερα:

ΤΖΑΒΕΛΛΑΙΝΑ

Η τόσο ανδρεία και φημισμένη Τζαβέλαινα ήταν η γυναίκα του ηρωικού αρχηγού των Σουλιωτών Λάμπρου Τζαβέλλα, η θρυλική Μόσχω Τζαβέλλα, μάνα του Φώτου Τζαβέλλα και γιαγιά του Κίτσου Τζαβέλλα (ήρωα της επαναστάσεως του 1821 και Πρωθυπουργού) και της Φωτεινής Τζαβέλλα (την οποία παντρεύτηκε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, γιος του Γέρου του Μοριά).

Η Μόσχω, η γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα,  επέδειξε ψυχικό σθένος, δύναμη χαρακτήρα και φιλοπατρία, γι’ αυτό κι είχε μεγάλο κύρος στη σουλιώτικη πολιτεία.

Η Τζαβέλλαινα συμμετείχε ενεργά στον αγώνα. Μάλιστα, στις 20 Ιουλίου 1792 ήταν επικεφαλής 400 γυναικών και παρακολουθούσε από τις ράχες της Κιάφας τη μάχη των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά. Μόλις οι γυναίκες με επικεφαλής την Τζαβέλλαινα είδαν μια αιφνίδια διακοπή των πυροβολισμών των μαχόμενων Σουλιωτών (ήταν μια μικρή ανακωχή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους), νόμιζαν πως οι Σουλιώτες σκοτώθηκαν. Τη σιγή την πήραν για ήττα των ανδρών τους. «Οι άνδρες μας σταμάτησαν» φωνάζει η ηρωική Μόσχω, «θα σκοτώθηκαν. Σειρά μας τώρα». Και ευθύς 300 γυναίκες ένοπλες επιτίθενται εναντίον 3.000 Αλβανών. Οι Αλβανοί μπροστά σε αυτό το θέαμα των μαχόμενων γυναικών έμειναν κατάπληκτοι, πανικοβλήθηκαν. Έριξαν τα όπλα κάτω για να είναι ελαφρότεροι και το  έβαλαν στα πόδια.

Ο Αλή Πασάς ντροπιασμένος καβαλάει το άτι του και φεύγει στα Γιάννενα.

ΔΕΣΠΩ ΜΠΟΤΣΗ

Οι ορδές του Αλή Πασά αφού εξόντωσαν τους Σουλιώτες από τα περισσότερα χωριά τους στις 23 Δεκεμβρίου 1803, στράφηκαν στη Ρηνιάσα. Η Ρηνιάσα είναι ένα μικρό χωριό σε μια πετρώδη περιοχή μεταξύ Πρέβεζας και Άρτας.

Εκεί είχαν καταφύγει μετά τη συνθηκολόγηση είκοσι εφτά σουλιώτικες οικογένειες χωρίς αρχηγό και κατά πλείστον γυναικόπαιδα. Οι Τουρκαλβανοί αποφάσισαν να τους εξοντώσουν και αυτούς. Η Ρηνιάσα δεν είχε ούτε άντρες να παρατάξει ούτε τείχη να αντιτάξει. Όμως το εχθρικό λεφούσι που την έζωσε βρήκε μια μόνη αντίσταση, όχι βέβαια αρκετή να τους αναχαιτίσει, αλλά ικανή για να σταθεί σύμβολο ηρωισμού στην ιστορία ενός υπόδουλου έθνους, με ηρωίδα τη Σουλιώτισσα Δέσπω Σέχου-Μπότση.

Η Δέσπω καταγόταν από τη φάρα των Σεχαίων κι ήταν γυναίκα του Γιωργάκη Μπότση που σκοτώθηκε στο Σούλι. Απορφανεμένη και ξεσπιτωμένη καθώς βρέθηκε μετά τη συνθηκολόγηση η Δέσπω, πήρε τη φαμίλια της και τα άρματά της και τράβηξε και αυτή τον δρόμο της φυγής. Σαν έφτασε στη Ρηνιάσα κατέφυγε σε ένα παλιό πύργο που βρισκόταν στην άκρη του χωριού τον πύργο του Δημουλά, όπως τον έλεγαν. Εκεί η Δέσπω αποφάσισε να αντισταθεί. Να πέσει σκλάβα στα χέρια τους αμαχητί η καρδιά της δεν το έλεγε. Σαν τους είδε από μακριά αρματώθηκε κι αυτή και οι θυγατέρες της κι οι νυφάδες της, έφραξαν γερά τη σιδερόπορτα του πύργου και πιάσανε από ψηλά τα ανοίγματα, μετατρέποντας έτσι τα παράθυρα του πύργου σε πολεμίστρες. Οι Τούρκοι προσπαθούν να παραβιάσουν την εξώπορτα, οι γυναίκες από πάνω τους ρίχνουν. Σε λίγο όμως ένα άνοιγμα του μαντρότοιχου τους αφήνει και μπαίνουν στον αυλόγυρο.

Οι γυναίκες εξακολουθούν να τους ρίχνουν. Αυτοί ορμούν με κραυγές προς τη σκάλα για να ανεβούν στα πάνω δωμάτια, μα πριν προλάβουν να τις πιάσουν ζωντανές, όπως έλπιζαν, μια θεόρατη λάμψη κι ένας κρότος τρομερός αντήχησε ολόγυρα. Ο κουρνιαχτός τους σώριασε κατάχαμα. Τι είχε γίνει?? Όταν είδε ότι η κατάσταση έγινε μη αντιμετωπίσιμη, ρώτησε όλες τις θυγατέρες και τις νυφάδες της, αν προτιμούν τη σκλαβιά από τον τίμιο θάνατο. Όλοι ζήτησαν τον θάνατο. Μάζεψε τότε η Δέσπω όλο το μπαρούτι στο μέσον, έθεσε πυρ σ’ αυτό και κάηκαν όλοι.

ΛΕΝΙΩ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

Τμήμα Σουλιωτών, αποτελούμενο από 1.148 ψυχές, με αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη, φεύγοντας από το Σούλι, κινήθηκε προς την Άρτα και εν συνεχεία εγκαταστάθηκε για λίγες ημέρες στο Βουργαρέλι. Στις 22 Δεκεμβρίου 1803 εγκαταστάθηκε στο Μοναστήρι του Σέλτσου, κοντά στον Αχελώο ποταμό. Στις 16 Απριλίου 1804 οι Σουλιώτες περικυκλώθηκαν από όλα τα μέρη και αποκόπηκαν από το μοναστήρι, τη μόνη θέση όπου θα μπορούσαν να οχυρωθούν και να κρατήσουν ακόμη.

Εκεί που βρίσκονταν δεν απέμενε πλέον σ’ αυτούς παρά να πεθάνουν γενναίως μαχόμενοι. Έπιπταν κατά δεκάδες υπό τα βλέμματα κι τις κραυγές των γυναικών, οι οποίες, προ του φρικώδους θεάματος, το οποίο παρακολουθούσαν από το ύψος του μοναστηριού, αντιλήφθηκαν ότι έπρεπε μόνες τους να φροντίσουν για τον εαυτό τους. Όλες σπεύδουν ταχύτατα στο χείλος των απότομων βράχων, κάτω από τους οποίους ρέει ο Ασπροπόταμος, αποφασισμένες να γκρεμισθούν στα νερά του ποταμού. Αμύνθηκαν με μαχαίρια, πέτρες και ξύλα. Πολλές εσφάγησαν επί τόπου. Περί τις 160 και κατ’ άλλους 200 έφθασαν στο χείλος των βράχων και γκρεμίστηκαν με τα παιδιά τους. Από τους 1.148 Σουλιώτες που ήρθαν από το Βουργαρέλι στο Σέλτσο, κατόρθωσαν να σωθούν 55 και κατ’ άλλους 80 άνδρες και 2 γυναίκες, οι οποίοι αποσύρθηκαν στην Πάργα με τον ατρόμητο αρχηγό τους Κίτσο Μπότσαρη. Μαζί τους και η θρυλική Λένω Μπότσαρη, κόρη του Κίστου, ανιψιά του Νότη, αδελφή του Γιάννη και του Μάρκου (του μετέπειτα μεγάλου Αρχηγού του Αγώνα). Πολέμησε γενναία στο Σέλτσο στο πλευρό του αδελφού της Γιάννη.

Αφού σκοτώθηκε ο Γιάννης, κατάφερε να φθάσει κοντά στο θείο της Νίκζα, που πολεμούσε κοντά στον Αχελώο. Πολεμώντας, λοιπόν, η Λένω γενναία,  φόνευσε πολλούς Τούρκους. Ακολούθως, έχοντας περικυκλωθεί από πολλούς εχθρούς έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε, για να μην πέσει στα χέρια τους.

ΔΕΣΠΩ ΦΩΤΟΥ ΤΖΑΒΕΛΑ

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του «Ιστορική Ανθολογία» γράφει πως στον Κάλαμο, το μικρό νησί κοντά στο Θιάκι, είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες. Ανάμεσά τους ήταν και η Δέσπω η Τζαβέλαινα, η γυναίκα του Φώτου, η θαυμαστή από τους πολέμους του Σουλίου με τον Αλή Πασά πριν από το 1821.

Τώρα όμως ο πόλεμος συνεχιζόταν. Οι Σουλιώτες πέρασαν από τα Επτάνησα κατά το 1823 και πολεμάνε μαζί με τόσα άλλα αδέλφια τους. Μαζί τους ήτανε και οι γιοι της Τζαβέλαινας, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης.

Για τη Δέσπω Φώτου Τζαβέλα γράφει και η Καλλιρρόη Παρρέν: «Στην Κέρκυρα η ρωσική κυβέρνηση πήρε απόφαση να σχηματίσει εξ αυτών (των Σουλιωτών) στρατιωτικόν σώμα, το οποίον εσκόπευε να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη στιγμή. Η Κέρκυρα και όλη η Επτάνησος διετέλη υπό ρωσικήν προστασίαν. Διετάχθη λοιπόν ο εκεί Ρώσος στρατηγός Ανρέπ να σχηματίσει οκτώ νέους λόχους από Σουλιώτες εθελοντές, εις τους οποίους διόρισε αξιωματικούς Σουλιώτες. Ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δαγκλής, ο Ζέρβας, ο Δράκος κ.ά. Στρατολόγησε και γυναίκες. Έτσι η σύζυγος Φώτου Τζαβέλλα ήταν ανώτερη αξιωματικός λόχου εις τον οποίον είχε ταχθεί ο σύζυγός της ως λοχαγός. Έλαβε βαθμό ταγματάρχου σε λόχο που ήταν ο άνδρας της λοχαγός…»

ΧΑΙΔΩ ΣΕΧΟΥ

Η Χάιδω, κόρη του Γιαννάκη Σέχου, απόγονου γνωστής οικογένειας Σουλιωτών, υπήρξε ανιψιά της ηρωίδας Δέσπως Μπότση. Η Χάιδω, που προκαλούσε το θαυμασμό με την ομορφιά της, πολέμησε από το 1792 έως την ημέρα που έπεσε το Σούλι. Έπαιρνε μέρος με τους  άντρες σε όλες τις μάχες  και συμμετείχε συχνά στα συμβούλια των οπλαρχηγών του Σουλίου. H φιλία που τη συνέδεσε με τον Φώτο Τζαβέλλα έδωσε την αφορμή να δεθεί στενότερα με την υπόθεση του αγώνα. Οι Σουλιώτες ορκίζονταν στο σπαθί του Φώτου και οι Σουλιώτισσες στο όνομα της Χάιδως.

Ο Φώτος Τζαβέλλας και η Χάιδω Σέχου πέρασαν στην Κέρκυρα. Κατά μία εκδοχή, η Χάιδω πολέμησε με το βαθμό του ταγματάρχη, μαζί με τον Φώτο, στη μάχη της Νάπολης το 1805 κατά του Ναπολέοντα.

Σημαντική ήταν η συμβολή των γυναικών και σε ύστερες εποχές, ήτοι πέραν των δύσκολων και σκληρών χρόνων της Τουρκοκρατίας.

 

Θεοδώρα Παναγιωτοπούλου
Πρόεδρος Παραρτήματος Ιωαννίνων, Ένωση Γυναικών Ελλάδας, www.ege.gr

×

ΚΑΛΑΘΙ